Λουλούδι στον τοίχο

Αυτό το τόσο δα χορταράκι φύτρωσε στον τοίχο.
Μεγάλη αποκοτιά από μέρους του.
Στο σκαλοπάτι που διάλεξε ν' ανθίσει
θα ποδοπατηθεί.
Το ξέρει.
Αλλά επιμένει.
Θέλει να έχει την ελευθερία ν' αναπνεύσει
όπου βούλεται η φυτική του καρδιά
και μετά, ας εκπνεύσει.
Ελεύθερα.
Αν με είχε ρωτήσει,
θα το είχα συμβουλεύσει:
"Τράβα δυο βήματα πέρα, σε περιμένει ο κήπος
εύφορος και πλατύς κι απλόχωρος".
Θα μου είχε απαντήσει:
"Ευχαριστώ, κάποια άλλη φορά.
Εκτιμώ την ειλικρίνεια
κι ας με σκοτώσει".
Ύστερα θα γυρνούσε τα λεπτά του φύλλα
προς τον ήλιο.
Θα είχε χαιρετίσει τη ζωή
κι εμένα
από ευγένεια,
με ένα χαμόγελο σαρδόνιο
και θα στέκονταν εκεί
να βάλει τρικλοποδιά
στον ανέμελο διαβάτη.
Άτη.
Από ανάγκη.


Ξεκίνησα να γράψω ένα κείμενο για ανθρώπους-μαραμένα λουλούδια. Για κάποιο λόγο τους τραβάω κοντά μου. Ίσως επειδή τους διακρίνω αμέσως στους κήπους της ζωής. Ίσως επειδή από μικρή εμένα με καλοποτίσανε και δεν είχα ανάγκη ή κι αν είχα, με είχαν εκπαιδεύσει, με αξιοπρέπεια να την κρύβω.
Αυτά τα μαραμένα λουλούδια, λοιπόν, ζητούν ενίοτε τη γνώμη μου, τη συμβουλή μου, την κατά κάποιον τρόπο συμβολή μου. Καμιά φορά με θέλουν απλώς κι ως αυτόπτη μάρτυρα του ό,τι σκύβουν το κεφάλι, μαραίνονται, ξεραίνονται και αποσύρονται από τη ζωή. Ένα θεατή στο δράμα τους.
Αργά καταλαβαίνουν -γιατί είναι απασχολημένοι με το ανέβασμα του προσωπικού τους δράματος- ότι εγώ δεν συναινώ να φτιάξουμε όλοι μαζί μαραμένους κήπους ή να γίνουμε απευθείας λίπασμα. Και παίρνω όποιο ποτιστήρι βρω, συνήθως με τη μορφή των αδίστακτων λέξεών μου, κι αρχίζω να καταβρέχω το χώμα και στη συνέχεια, θέλω να φυτέψω σπόρους και τους δείχνω τα δικά μου πρώτα χορταράκια που σκάνε μύτη με χαρά και καμάρι από το έδαφος.
Τότε οι μεγάλοι σκηνοθέτες της θλιβερής τους θλίψης αρχίζουν να μου απαριθμούν τις γελοίες δικαιολογίες τους: "Το δικό σου σκαλιστήρι ήταν καλύτερο, οι δικοί σου σπόροι ήταν καλύτεροι, το δικό σου χώμα ήταν καλύτερο και καλύτερο και καλύτερο και καλύτερο... Και τέλος πάντων, σε σένα είναι όλα τόσο καλύτερα που καλύτερα εγώ να φύγω να πάω να παίξω το εργάκι μου σε άλλο κοινό που θα χάψει το παραμύθι μου και δεν θα βγάλει μιλιά..." Αυτό είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε: να μην ΒΓΑΖΟΥΜΕ ΜΙΛΙΑ στα δράματα των άλλων. Να παρακολουθούμε απαθείς κι αδρανείς. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα: να αφήνουμε τους κήπους να ξεραθούν, χωρίς να βγάζουμε μιλιά.
Μάλιστα, τι τα θες; Το δικό σου λουλούδι εσύ πήγες και το φύτεψες στο σκαλοπάτι, έχει βαθιές ρίζες, αλλά κινδυνεύει εκεί στη γωνία, στην κόψη του σκαλοπατιού. Τουλάχιστον, κινδυνεύει ελεύθερο λουλούδι στον τοίχο.



Διαβάστε κι ένα καταπληκτικό κείμενο με τον τίτλο "Εκείνο το λουλούδι που μαραίνεται"