Ο κύκλος των …μεγάλων συγγραφέων

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 3/5/2008)

«…Οι συγγραφείς ζούσαν σε μια δική τους κοινωνία, έξω απ’ την κατεστημένη ιεραρχία, κι αυτό τους έδινε μια εξουσία που δεν πήγαζε από κανένα προνόμιο* την εξουσία να πλάθουν εικόνες του συστήματος εκτός του οποίου παρέμεναν, και, επομένως, να το κρίνουν…»


Τι σχέση μπορεί να έχει ένα προαύλιο ελληνικού σχολείου στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με ένα αριστοκρατικό οικοτροφείο της Νέας Αγγλίας ακριβώς τριάντα χρόνια νωρίτερα; Σε απολύτως ρεαλιστική βάση, καμία. Σε αυστηρά προσωπικό αναγνωστικό επίπεδο, εμένα το μυθιστόρημα του Tobias Wolff που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις με τίτλο «Το παλιό σχολείο», σε μετάφραση Παντελή Κοντογιάννη και επιμέλεια του Αχιλλέα Κυριακίδη, με γύρισε στα σχολικά μου χρόνια. Όχι με νοσταλγία, αλλά κατορθώνει να επαναφέρει στη μνήμη, με δυναμικό τρόπο, βιώματα καταλυτικά για το ύστερα. Να εξηγηθώ: στο πρώτο καθοριστικό στάδιο της κοινωνικοποίησης ενός ανθρώπου, τη σχολική κοινότητα, το πρώτο πράγμα που αναγκάζεται κανείς να μάθει, είναι να λέει την αλήθεια καταρχάς –την κοινά παραδεκτή- και κατά συνέπεια την αλήθεια γι’ αυτό που είναι ο ίδιος. («…Η αλήθεια θέλει να την αναζητείς, και κάπου κάπου σου επιτρέπει να την αντικρίσεις…»). Και φυσικά, αναγκάζεται να βρει τον τρόπο και τα μέσα να υπερασπιστεί τον ίδιο του τον εαυτό πρώτα μπροστά στα δικά του μάτια και στη συνέχεια να μάθει να καθρεφτίζεται με δημιουργικό και αποτελεσματικό τρόπο στα μάτια των συμμαθητών του και των δασκάλων του. Αυτό που είσαι στα δώδεκά σου ή στα δεκαπέντε σου στο σχολείο, μάλλον συνεχίζεις να το κουβαλάς και στα τριανταπέντε ή τα σαρανταπέντε σου στη ζωή εκεί έξω.

Ο μαθητής, ο κεντρικός ήρωας -και αφηγητής- του μυθιστορήματος του Wolff, βρίσκεται στο ιδανικό μέρος, («…εν απουσία άλλων διακρίσεων, γινόσουν δέσμιος ενός συστήματος αξιών που σε εκτιμούσε μόνο για ό,τι πετύχαινες μόνος σου…») -όπως ίσως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι είναι ένα φυτώριο εκκολαπτόμενων συγγραφέων: ένα σχολείο που καλλιεργείται η εστέτ πλευρά της λογοτεχνίας* ή καλύτερα τα στοιχεία εκείνα που την αποτελούν στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή η ειρωνεία, η αλαφράδα, οι λεπτές αποχρώσεις των αναγνώσεων και της γραφής, όπως προκύπτουν από τη βαθιά και συνεχή ενασχόληση μαζί τους. Αλλά δεν φτάνουν αυτά για να γίνει κάποιος συγγραφέας. Αν δεν έρθει η ματαίωση της ίδιας του της αλήθειας και άρα η πληγή και άρα η ανάγκη να επουλωθεί, τότε ίσως ο μικρός ήρωας του βιβλίου να μην κατόρθωνε ποτέ να αισθανθεί συγγραφέας. («…Είναι στη φύση της λογοτεχνίας να συμπεριφέρεται κατ’ εικόνα του πεπτωκότος κόσμου που καθρεφτίζει, αυτής της σκιερής επικράτειας όπου η υπεκφυγή βασιλεύει και η βεβαιότητα είναι μια ψευδαίσθηση…»). Γιατί, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο Tobias Wolff –ο οποίος σημειωτέον διδάσκει λογοτεχνία, φιλολογία και δημιουργική γραφή - σε συνεντεύξεις του, η γραφή δεν διδάσκεται, βελτιώνεται μεν, αλλά δεν διδάσκεται. «…Χωρίς να σου κολακεύουν την επιθυμία να ταυτιστείς με τον ήρωα μιας ιστορίας, σ’ έκαναν να νιώσεις ότι αυτό που είχε σημασία για το συγγραφέα, ήταν σημαντικό και για σένα…»

Η ατμόσφαιρα του βιβλίου θυμίζει το σκηνικό της ταινίας “Dead Poets Society”(«Ο κύκλος των χαμένων ποιητών»), άλλωστε συμπίπτει η εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία του Παλιού Σχολείου με αυτή του κινηματογραφικού σεναρίου. «…Τον Κένεντι τον αναγνωρίζαμε* εξακολουθούσαμε να βλέπουμε σ’ αυτόν το αγόρι που θα ήταν δημοφιλές στο σχολείο μας: πονηρό, καλλιεργημένο, μ’ εκείνη την επιτηδευμένη ανεμελιά που πρόδιδε και, ταυτόχρονα, περιφρονούσε την κοινωνική του τάξη…» Το εύρημα –που δεν το αποκαλύπτω, γιατί είναι ιδιαίτερα ευφυές και κομψό- με την συγγραφική προσωπικότητα του Χέμινγουέι, αποτελεί το «κλειδί» που «ξεκλειδώνει», με μαεστρία, ο συγγραφέας σημαντικές πτυχές της βαθύτερης ουσίας του βιβλίου, διακριτικά μπροστά στα μάτια του αναγνώστη και με την αμέριστη βοήθεια του δεύτερου φυσικά. Το ανάλαφρο ύφος που ξεδιπλώνεται η πλοκή του βιβλίου, αντισταθμίζει τον ιδιαίτερα αποφθεγματικό λόγο του αμερικανού δημιουργού ο οποίος σχεδόν σε κάθε σελίδα του βιβλίο φιλοτεχνεί πραγματικά διαμάντια. («…Η σκουριά της αυτεπίγνωσης μεταλλαγμένη στο χρυσό της αυτογνωσίας…»). Η ισορροπία που επιτυγχάνει ο συγγραφέας, έχει και ένα επιπλέον κέρδος για τον αναγνώστη: μπορεί να απολαμβάνει το στυλ –κατά τη γνώμη μου κλασικό- της γραφής του Wolff, εστιάζοντας σε όλα εκείνα που μπορούν να συνιστούν ψηφίδες ή εκδοχές εκφάνσεων της μεγάλης αγάπης για τη λογοτεχνία.

«…κάθε πραγματικό λογοτέχνημα είναι επικίνδυνο –μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή…»

Η εμβρίθεια με την οποία προσεγγίζει τα επιμέρους θέματα του βιβλίου ο συγγραφέας, συνδυάζεται και ζυγιάζεται τόσο αρμονικά με τη λεπτή ή πιο έντονη ειρωνεία, την ανίχνευση των συμπτωμάτων μιας ολόκληρης κοινωνίας όπως η αμερικανική* αλλά και των συμπτωμάτων μιας άλλης ιδιότυπης «κοινότητας» που απαρτίζεται από εκείνους που αντιμετωπίζουν την ίδια την πραγματικότητα μέσα από τη διύλιση της αλήθειας που τους προσφέρει το μελάνι και το χαρτί. «…Ακόμα και την ώρα που ζούσα τη ζωή μου, τη φανταζόμουν γραμμένη στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου…» Η συγγραφική ζωή, η εσωτερική (της ψυχής) του δημιουργού δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση. Κι αυτό καταφέρνει να σκιαγραφήσει αποτελεσματικά ο Tobias Wolff στο «Παλιό σχολείο». Ο ενδότερος μόχθος ενός ανθρώπου που θέλει να ανοίξει την πόρτα για να βρεθεί στην αντίπερα όχθη της λογοτεχνίας, την πλευρά δηλαδή εκείνου που τη δημιουργεί, είναι το ίδιο δριμύς –και θέλει όλη την ειλικρινή ανασκαφή και ανάπλαση τελικά του εαυτού του συγγραφέα- με εκείνον που βρίσκεται στο απόγειό του και δεν του μένει τίποτε άλλο παρά το τέλος, ακόμη και της ζωής του, όπως έγινε με το Χέμινγουέι. «…Όλοι αυτοί οι συγγραφείς είχαν δεχτεί από άλλους συγγραφείς το καλωσόρισμα, κάτι που, αν ήθελες να γίνεις συγγραφέας, το χρειαζόσουν κι εσύ…»

Ποιος έχει τα κότσια, όμως, να κοιτάξει τον εαυτό του κατάματα στο κάτοπτρο της αλήθειας που του προσφέρει η μαγεία της λογοτεχνίας και να βγει ολόκληρος και κερδισμένος απ’ αυτή την αναμέτρηση και ως προσωπικότητα και ως συγγραφική οντότητα; «…Όταν παύεις να προσποιείσαι, απαλλάσσεσαι από έναν άσπλαχνο αφέντη, το φόβο μήπως αποκαλυφθείς, κι εγώ, μόνο μ’ εκείνη τη μία φράση, είχα αποκαλυφθεί χωρίς να μπορώ πια να κάνω πίσω…». Ο Wolff κατορθώνει πάντως να το πράξει για τους ήρωές του: αποκαλύπτει τα τραύματά τους, τα ευαίσθητα σημεία τους, αλλά τα περιβάλλει με την αγάπη εκείνη που χρειάζεται, ώστε να γίνουν Ζωή και βέβαια Τέχνη. «…Μ’ έκανε να νιώσω τη διαφορά ανάμεσα σ’ έναν συγγραφέα που περιφρονεί το τραύμα, κι έναν που το θεωρεί υπόβαθρο της ζωής…»


(Αφιερωμένο εξαιρετικά στους "επικίνδυνους" λογοτέχνες, δηλαδή εκείνους των οποίων το έργο είναι ικανό να σου αλλάξει τη ζωή...)