Βουτιά χωρίς αλεξίπτωτο στα σπλάχνα της ύπαρξης

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 10/5/2008)


«…Εγώ κι ο εαυτός μου δυο ξένοι που τα λένε, αρκούμε…Όλοι έχουμε υφάνει ένα δυναμικό κουκούλι γύρω μας, κι είμαστε μόνοι…Είμαι ένα μικροσκοπικό αυτοκόλλητο χαρτί σ’ έναν τοίχο, και πάνω μου βαραίνουν γιγαντοαφίσες…»



Υπαρξιακό θρίλερ θα μπορούσα άκοπα να χαρακτηρίσω το βιβλίο του Κυριάκου Αθανασιάδη «Πανταχού απών-Μια αληθινή φαντασία» (Εκδόσεις Τυπωθήτω), αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αυτό είναι ένα καλό περίβλημα (ένα φιλόξενο κοχύλι), για να φιλοξενηθεί κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο, κάτι πιο «θρεπτικό» και ωφέλιμο: ένα μυθιστόρημα. Με την έννοια που δίνει ο Μίλαν Κούντερα σε αυτό, ότι δηλαδή ένα μυθιστόρημα δεν υποθάλπει καμία βεβαιότητα και ξυπνά την επιθυμία διαρκούς αναζήτησης, προκειμένου ο αναγνώστης να κατανοεί τον κόσμο ως ερώτημα, «…Σ’ έναν κόσμο χτισμένο πάνω σε ιερές βεβαιότητες, το μυθιστόρημα πεθαίνει...».

Ο Κυριάκος Αθανασιάδης χρησιμοποιεί τη φόρμα ενός αναγνώσματος τρόμου –ακόμη και σε επίπεδο συναισθηματικής και ψυχολογικής φόρτισης- με σκοπό να αποκαλύψει το απέραντο κενό ενός ανθρώπου της εποχής. Της δικής μας εποχής. Και γράφει ένα μυθιστόρημα έντονο, κυκλοθυμικό, ιδιότροπο (με τη σημασία εκείνου που ξεχωρίζει από το σωρό και τη σορό των ευτελών κειμένων που επιχειρεί να στήσει η ευκολία του να ονομάζουμε κάθε βιβλίο πάνω από τις 200 σελίδες «μυθιστόρημα»). Το βιβλίο του Αθανασιάδη είναι μόλις 182 σελίδες, αλλά είναι μυθιστόρημα. Σου τραβάει το χαλάκι κάτω από τα πόδια. Σε φέρνει στον καθρέφτη να δεις τί φρικαλέες ομοιότητες διαθέτεις με τον κεντρικό του ήρωα, αυτό το φιλήσυχο νεαρό άνθρωπο, τον εργατικό, που δεν κατέχει καμία τέτοια ιδιότητα που θα σε κάνει να τον υποψιαστείς για το οτιδήποτε* ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, όπως θέλει να τον καταστήσει η αγριότητα της ζωής σε έναν κόσμο που χειραγωγείται από το Κενό. Που εκκενώνεται το μέσα του εντέχνως από την πολιτική, κοινωνία, οικονομία, προκειμένου να είναι ένα σαρκίο ακόμα, αδύναμο να αντιδράσει, να εκφράσει, να υπάρξει, να σταθεί ως υπολογίσιμη δύναμη της μοναδικότητας που φέρει.

«…Απ’ όσο θυμάμαι δεν έβλαψα άνθρωπο, τουλάχιστον με τη θέλησή μου, κι όταν μπορούσα να το αποφύγω το απέφευγα. Πατάω με μικρά βήματα στη γη και δεν ανασαίνω περισσότερο απ’ όσο μου αρκεί. Στο σχολείο βοηθούσα αρκετούς συμμαθητές μου αν μου το ζητούσαν, από το πανεπιστήμιο πέρασα χωρίς φωνές και πανικό, στο στρατό έβγαινα πρώτος στη γραμμή των εθελοντών για τα σκουπίδια…στη δουλειά μου, από τότε, είμαι όσο φιλότιμος κι εργατικός χρειάζεται για να μη σκεφτούν ποτέ να με απολύσουν έτσι και τα πράγματα πάρουν στραβό δρόμο γι’ αυτούς…»

Η αλλοτρίωση είναι μια εύκολη υπόθεση. Μια εξοργιστικά εύκολη υπόθεση. Εκείνο που δεν υπολογίζεται, είναι η αντίσταση του «μέσα» του καημένου του αλλοτριωμένου ανθρώπου: τι κάνει αυτός ο «πειραγμένος» εαυτός, το σακατεμένο μυαλό, η κουρασμένη και θλιμμένη ψυχή, προκειμένου να αποτρέψει το τέλος της. Μα, φυσικά, φέρνει αυτό το τέλος πιο κοντά. Για όλους. Και για τον ίδιο και για τους άλλους. Δεν θα πω την ιστορία του βιβλίου, αξίζει τον κόπο κανείς να τη διαβάσει, ακριβώς για να νιώσει στο στομάχι του αναταράξεις, για να ιχνηλατήσει το δικό του προσωπικό κενό, για να καταβυθιστεί στον ίδιο του τον εαυτό, θέτοντας ερωτήματα. Πολλά ερωτήματα.

Κάπου θα δει τον εαυτό του να ξεπροβάλλει. Στις οριακές του στιγμές. Θα εναγκαλιστεί με τη σαγήνη και το γόητρο του κακού μέσα του. Με ίλιγγο. Σαν να πέφτει από χιλιάδες πόδια ύψος, χωρίς αλεξίπτωτο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, χωρίς δικαιολογίες και ψεύτικες αγαθοσύνες και καλοσύνες, χωρίς τα καλολογικά στοιχεία της ψυχής του. Απογυμνωμένος από το πλαστικό περιτύλιγμα των ημερών. «…Εγώ είμαι αυτός που περπατάει καμπουριασμένος, σα να κουβαλάει ένα παιδί στις πλάτες του…» Παίρνεις πραγματικά το παιδί –εκείνο το σκληρό και άτεγκτο με την αφοπλιστική ειλικρίνεια που κόβει σαν ξυράφι- που ζει μέσα σου, στους ώμους και τραβάς. Μπροστά (Στο μέλλον που θα έρθει χλωμό). Και μέσα (Στο μέλλον που κυοφορείται επικινδύνως). Στα έγκατα της ύπαρξής σου. Διανύοντας μαιάνδρους εξοντωτικά ισοπεδωτικής καθημερινότητας. «…μόνο η περιφερειακή μου όραση λειτουργεί ικανοποιητικά, το υπόλοιπο τοπίο μπροστά μου είναι ένα πύρινο μετείκασμα, υφασμένο με καρβουνόσκονη…»

Το καμένο τοπίο δεν είναι μακριά. (Η Ωραία Ελένη δεν φαίνεται πια και οι απανταχού Δούρειοι Ίπποι έχουν κάνει καλή δουλειά.) Δεν είναι απαραίτητα μόνο στα πεδία των θεσμοθετημένων πολεμικών συρράξεων, δεν είναι μόνο στην Πελοπόννησο του καλοκαιριού που μας πέρασε, δεν είναι μόνο στο προφανές Κακό που καιροφυλακτεί κάπου αλλού. Είναι τόσο κοντά όσο μια αμελητέα απόσταση διασύνδεσης στους νευρώνες του εγκεφάλου μας. Ένα «τσαφ» στην ψυχή. Το άναμμα ενός σπίρτου. Αλλά αυτό θα είναι η αφορμή. Όσο το απόθεμα συμβάσεων, μοναξιάς, κενού, ανικανοποίητου σωρεύεται, τόσο αρκεί όλο και μια ακόμα πιο ασήμαντη αφορμή για το ένδον Κακό να γίνει ωραιότατη έξωθεν μαρτυρία Κακού. Και τα κανάλια θα αλαλάζουν για το στυγερό έγκλημα και τον παρανοϊκό δολοφόνο που καθάρισε μερικούς και όλοι θα πέφτουν από τα σύννεφα κατά τα νεοελληνικά ειωθότα.«…είμαι σίγουρος πως θα καταρρεύσω στο παραμικρό στραβοπάτημα. Δε θέλω πολύ…» Το καμένο τοπίο είναι μέσα μας και όσο δεν προχωράει η αναδάσωση και όσο η στάχτη ποτίζει την καθημερινή μας άνυδρη πραγματικότητα, τόσο η φλεγόμενη ψυχή κινδυνεύει να κάψει κι άλλους γύρω της. Με ευκολία. Με σύμμαχό της την ευτέλεια. Με ακόμη μεγαλύτερο αρωγό της, την αδιαφορία. «…Ο κόσμος θα εξακολουθήσει να γυρνάει με την ταχύτητα ενός διαστημικού μίξερ, χωρίς να νοιάζεται για λέξεις…»

Ποιος νοιάζεται για τις λέξεις; Εκείνος που νοιάζεται για τις λέξεις, είναι ο συγγραφέας, ο πραγματικός μυθιστοριογράφος –στην προκειμένη περίπτωση ο δημιουργός του «Πανταχού απών»- που παίρνει την απόστασή του από το δικό του κενό και βουτάει με πάθος και χωρίς φόβο στην αναζήτηση της αλήθειας, αυτής της μικρούλας αθέατης αλήθειας που κρυφοκαίει στη στριμωγμένη καρδιά του καθενός, που μόλις αναπνέει στη μαραζωμένη του ψυχούλα, που λαθροκοιμάται στο οξειδωμένο του μυαλουδάκι. Ένας απλός καθημερινός άνθρωπος που απλώς υφίσταται και υφίσταται και μαζεύει και μαζεύει, και συνεχίζει να νομίζει ότι ζει μόνο τα Σαββατοκύριακα και κουλουριάζεται όλη την εβδομάδα στον ερημωμένο αφυδατωμένο και μακρινό εαυτό του. Και δείχνει μόνο το ατελές που τον καταδιώκει έξω και μέσα του. «…Σα να μου ‘λεγε κάποιος ότι ήμουν ένα μισοτελειωμένο, ανολοκλήρωτο βιβλίο. Που ο συγγραφέας του βαρέθηκε δυο Κεφάλαια πριν το τέλος και το παράτησε. Ή που πέθανε πριν κατορθώσει να το γράψει ως την τελευταία σελίδα…»
Ο κύκλος του αίματος ταυτίζεται με εκείνον της ζωής. Θέλει χιλιάδες νεκρούς και νεκρωμένους εαυτούς για να ανθίζει η αέναη συνέχεια του Κενού. Οι απόντες το θρέφουν με τον τρόπο τους, γι’ αυτό εξασφαλίζει τη διαιώνισή του.