Ένα μπλουζ θανάτου σε νουάρ σκηνικό

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 15/12/2007)

Με φόντο μια κοινωνία-σκακιέρα που ακόμη δεν έχει ξεπεράσει τα στεγανά ανάμεσα στα μαύρα και λευκά «τετράγωνα» που την αποτελούν, ο Ίζυ Ρόουλινς, ένας αφροαμερικανός βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έχει δει, έχει ζήσει και έχει προκαλέσει το θάνατο, μπλέκει σε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια, για μια χούφτα δολάρια* για να ξεπληρώσει τις δόσεις του δανείου του. Πρόκειται για τον κεντρικό ήρωα του Γουόλτερ Μόσλυ στο μυθιστόρημά του «Ο διάβολος με το γαλάζιο φόρεμα» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση και ένα πολύ γοητευτικό και χρήσιμο επίμετρο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.
«…Δε μου εξομολογιόταν κάτι, μου έλεγε απλώς την ιστορία. Δεν υπήρχε τίποτα που να ‘χει κάνει και μην το ‘χει ξεφουρνίσει σε τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Κι άπαξ και μου είπε τι έκανε, μου μέτρησε και τα τριακόσια δολάρια για να σιγουρευτεί ότι πίστευα πως είχε κάνει το σωστό. Ήταν το χειρότερο πράμα που είχα κάνει ποτέ, το να πάρω αυτά τα χρήματα. Αλλά ο καλύτερός μου φίλος θα μου σφήνωνε μια σφαίρα στο κεφάλι αν του περνούσε απ’ το μυαλό ότι δεν ήμουνα σίγουρος για δαύτον. Θα μ’ έβλεπε σαν εχθρό, θα με σκότωνε αν δεν του έδειχνα τυφλή πίστη…»

Το 1948. Στο Λος Άντζελες. Καπνοί και ημιφωτισμένα μπαρ. Γυναίκες που παίζουν με τη μοίρα τους και άντρες που δεν λείπουν από τη ζώνη τους τα περίστροφα. Τζαζ να αχνοπαίζει στο ηχητικό τοπίο στο βάθος της ατμόσφαιρας και άνθρωποι έτοιμοι να τραβήξουν τη ζωή τους στα άκρα. Για λίγα λεφτά, για μια γυναίκα, για ένα αυτοκίνητο, για ένα κιβώτιο με μπουκάλες ουίσκι. Όλα αυτά στο περίβλημα της ασπρόμαυρης «σκακιέρας». Το κόκκινο αίμα τους που βράζει αφήνει λεκέδες. Ανεξίτηλους. Όχι μόνο στην επιφάνεια, αλλά στο βάθος της ψυχής τους. Άνθρωποι πληγωμένοι. Από την καταγωγή τους, τα παιδικά τους χρόνια, τον πόλεμο που τους σημάδεψε, τον ίδιο το δύσκολο το βίο που διάγουν. «…Ονειρεύτηκα την αδυναμία μου να γίνω ένα με το σκοτάδι και να γλιστρήσω μέσα απ’ τις διαβρωμένες χαραμάδες εκείνου του κελιού. Αν ήμουν η νύχτα, κανένας δε θα μπορούσε να με βρει* κανένας δε θα ήξερε ότι έλειπα από κει…» Ο κάθε ήρωας είναι κλεισμένος στο προσωπικό του δράμα, μόνο που ο πρωταγωνιστής Ίζυ θα καταφέρει να τα συγκεντρώσει όλα πάνω του να τέμνονται και να τον σημαδεύουν. Η αρχή του κακού για τον Ίζυ θα είναι η αναζήτηση της ξανθής καλλονής που εν είδει ντίβα του μικρόκοσμού της κινεί –όπως φαίνεται, αλλά μπορεί και να μην είναι έτσι κάτω από την επιφάνεια που μπερδεύει για το ποιοι είναι οι θύτες και ποια τα θύματα- με τη ματαιοδοξία και τα καπρίτσια της τις σκιές του υποκόσμου που συναναστρέφεται. «…Είναι δύσκολο να καμώνεσαι τον αθώο, όταν μάλιστα είσαι αλλά οι μπάτσοι είναι σίγουροι ότι δεν είσαι…»
Η εσωτερική φωνή του Ίζυ θα είναι ο μόνος του σύμμαχος. Η τρέλα και το ένστικτο να επιβιώσει. Θα γίνει ντετέκτιβ από σπόντα και αυτή η φιγούρα του γοητευτικού άντρα που ψάχνει και κινδυνεύει, θα αποκτήσει ένα τόσο αναγνωρίσιμο και αγαπητό περίγραμμα εφάμιλλο αυτό του Φίλιπ Μάρλοου που «φιλοτέχνησε» ο Ρέυμοντ Τσάντλερ. «…Είχα την εντύπωση, κατά έναν τρόπο, πως, αν διέθετα αρκετά χρήματα, τότε ίσως μπορούσα ν’ αγοράσω πάλι τη ζωή μου…» Η γνωστή επωδός των κυνηγών του αμερικανικού ονείρου, αυτά τα λεφτά που θα τους εξαγοράσουν τη νέα ζωή, εδώ στο περιθώριο της ζωής στο φως, ηχεί σαν ένα μπλουζ θανάτου. Αργού και μελαγχολικού που διαρκεί όσο ένας πυροβολισμός μέσα στη νύχτα.