Το τέλος της αγάπης, η αρχή του μίσους

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 8/12/2007)

«…Μα σε ποιον πλανήτη ζεις, κύριε; Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο που αλληλοσπαράσσεται καθημερινά, κάθε μέρα που του ξημερώνει ο Θεός. Περνάμε τα βράδια μας περιμαζεύοντας τους νεκρούς μας και τα πρωινά μας θάβοντάς τους…»


«Αγάπη μου, σε αγαπώ*
σκύβω το γερασμένο μου πρόσωπο, τον όλεθρό μου,
πάνω από τη μορφή σου,
με το ματωμένο μου χέρι προσπαθώ να προστατεύσω το στέρνο σου,
με τα ραγισμένα μου μάτια παλεύω να σου προσφέρω ένα τρυφερό βλέμμα,
μέσα στη ματαιότητα της αγάπης.
Αγάπη μου, σε αγαπώ*·
το ταξίδι μας θα είναι σαν τα νερά γαλήνιου ποταμού μέσα στη νύχτα.
Αφέσου σε τούτα τα νερά …»
Δανείζομαι το παραπάνω απόσπασμα από «τα μελένια λεμόνια» του Θανάση Τριαρίδη για να ξεκινήσω να σας μιλάω για ένα μυθιστόρημα που ανιχνεύει ακριβώς το τέλος της αγάπης και της ανθρωπιάς και την αρχή ενός τρομώδους σύμπαντος: αυτού που βασίζεται στο μίσος και τη δική του μακάβρια ιεροτελεστία. Ο φόβος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, όχι ως απειλή που επισείεται, αλλά ως ζώσα φρικιαστική πραγματικότητα. Στο βιβλίο του αλγερινού συγγραφέα Γιάσμινα Χάντρα (με το γυναικείο ψευδώνυμο και την τόσο περιπετειώδη ζωή που στιγματίζεται από την αναζήτηση της ελευθερίας και του σεβασμού για την αξία την ανθρώπινης ζωής), με τον τίτλο «Τρομοκρατικό χτύπημα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Γιάννη Στρίγκου), αυτός που νικάει, είναι ο θάνατος. Αμετάκλητα. Ο θάνατος της αγάπης. Μέσα από ένα στυγερό κύκλο αίματος. Την ίδια κυκλική πορεία ακολουθεί και η ιστορία του βιβλίου. Αρχίζει με τις άμεσες συνέπειες μιας έκρηξης στο Τελ Αβίβ και καταλήγει πάλι εκεί, με τον ήρωα να βιώνει το τέλος. Από την αρχή ο ήρωας βιώνει ένα τέλος, ένα πένθος ανομολόγητο. Ο συγγραφέας φροντίζει ο αναγνώστης να νιώσει το ίδιο. Να στάξει τα δάκρυά του, αγωνίας και φόβου, για τον πρωταγωνιστή που υποφέρει.
«..Δεν είναι καθόλου ντροπή το να κλαίει κανείς, αγόρι μου. Τα δάκρυα είναι ό,τι ευγενέστερο έχουμε…»

Αυτή η ευγενική φιγούρα, λοιπόν, του βεδουίνου Αμίν Ζααφαρί, Παλαιστίνιου, που έγινε γιατρός και σώζει ζωές –και είναι μάρτυρας καθημερινός του αλληλοσπαραγμού που λαμβάνει χώρα στα ματωμένα αυτά χώματα- και απόκτησε ισραηλινό διαβατήριο και έγινε εξέχον πρόσωπο της κοινωνίας του Ισραήλ, θα έρθει αντιμέτωπη με το φάντασμα του φανατισμού, του φονταμενταλισμού, της βίας που δεν μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους. Είναι ένας άνθρωπος ευτυχής. Όχι άκοπα. Το έχει πληρώσει, αλλά θα το πληρώσει περισσότερο μέχρι το τέλος του βιβλίου. Δύο φορές. Γιατί ο θάνατος θα του χτυπήσει την πόρτα δύο φορές. Την πρώτη, θα χάσει την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους, στη ζωή, στην αλήθεια, στο παρελθόν του, στη γυναίκα εκείνη που καθρεφτιζόταν στα μάτια της για να υπάρχει. «…Δεν αναγνωρίζω πια τον κόσμο στον οποίο ζω…» Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη οδύνη, η προδοσία από τον άνθρωπο που πίστευε ότι ζούσε πλάι του, ζούσε μαζί του και για κείνον. Ο επίγειος προσωπικός του παράδεισος γκρεμίστηκε μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα που αρκούν για να εκραγεί μια ζώνη με δυναμίτιδα γύρω από το σώμα μια γυναίκας καμικάζι, παίρνοντας μαζί με τις άλλες αθώες ψυχές των νεκρών, και την άδολα παραδομένη σε εκείνη ψυχή του άντρα της.

«…Όταν η φρίκη χτυπά, ο πρώτος της στόχος είναι πάντοτε το συναίσθημα…», γι’ αυτό και ο Αμίν θα εγκαταλειφθεί μέσα στον εαυτό του που νιώθει ότι απώλεσε μαζί με τη λατρεμένη του σύζυγο, μέσα στο πένθος του όχι μόνο για τις ζωές που χάνονται, αλλά για τη βία που δεν έχει σταματημό. «…Σε κανέναν δεν αρέσει να πιάνει πάτο. Όταν κάποιος βουλιάζει έτσι, αν δεν αντιδράσει γρήγορα, δεν μπορεί πλέον να ελέγξει το παραμικρό. Βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό να γίνεται έρμαιο και δεν αντιλαμβάνεται την άβυσσο που αρχίζει αν τον καταπίνει για πάντα…» Μέσα από το δράμα του ήρωά του, ο Γιάσμινα Χάντρα περιγράφει ανάγλυφα την καθημερινότητα της βίας στη Μέση Ανατολή. «…Σαν να ανάβει κανείς ψησταριά σε καμένη γη…» Με φρικώδεις λεπτομέρειες, με ανατριχιαστική ακρίβεια που σου στερεί την ανάσα, με συνεχείς ανατροπές στο ξεδίπλωμα της πλοκής του βιβλίου, με μια πιστότητα και μαεστρία που σε αφήνουν στο τέλος με την αίσθηση ότι διάβασες μια ολοκληρωμένη τραγωδία με μια ειδοποιό διαφορά: χωρίς κάθαρση. «…Ο Εβραίος γεννήθηκε ελεύθερος σαν τον άνεμο, απόρθητος σαν την έρημο της Ιουδαίας. Παρέλειψε να οριοθετήσει την πατρίδα του σε σημείο που παραλίγο να του την πάρουν απ’ τα χέρια, επειδή για πολύ καιρό πίστευε πως η γη της επαγγελίας ήταν πάνω απ’ όλα εκείνη όπου δεν υπήρχε κανένας τοίχος που να εμποδίζει το βλέμμα του να φτάνει πιο μακριά απ’ τις κραυγές του…»

Ο σχολιασμός του συγγραφέα για τον ακραίο ισλαμισμό αλλά και τις πρακτικές των Ισραηλινών ενυπάρχει σε όλη την αφήγηση, χωρίς να ξεπερνάει τα όρια και να στερεί από τη μυθοπλασία τη γοητεία και τη λογοτεχνικότητά της. Δεν παίρνει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου ο Χάντρα. Παίρνει μια άλλη πιο ισχυρή και σοβαρή θέση: υπέρ της ζωής, υπέρ του απέραντου σεβασμού για την ανθρώπινη ύπαρξη, υπέρ του τέλους αυτού του φαύλου κύκλου των σκοτωμών και της τυφλότητας. Όχι εν είδει διδακτισμού ούτε κάνοντας κουραστικές αναφορές ή αναλύσεις, απλώς δίνει σε βάθος τον ανθρώπινο πόνο που συντηρεί και συντηρείται από το τραγικό αιματοκύλισμα στην περιοχή. Ο συγγραφέας θα δείξει και το μικρό αγόρι με τη σφεντόνα απέναντι από τα τανκς, αλλά και τα τανκς απέναντι απ’ αυτή την παιδική ψυχή που δηλητηριάζεται. Θα δείξει και το κομμένο κεφάλι της γυναίκας καμικάζι, αλλά και τα παιδιά που σκότωσε η ίδια στο πέρασμα του θανάτου που μεθόδευσε, υπακούοντας στο κάλεσμα της δυστυχίας.
«…Το δράμα με μερικές καλές προθέσεις είναι πως δεν έχουν το θάρρος να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, ούτε κάνουν πράξη τα όσα σκέφτονται…» Το τέλος του βιβλίου βρίσκει τον αναγνώστη που παρακολουθεί ως είδηση καθημερινή στη γυάλινη οθόνη του αυτό το συνεχές τέλος της αγάπης κι αυτή την αέναη επιστροφή του μίσους, να αιωρείται στον αποτροπιασμό που αδειάζει το στομάχι του και γεμίζει την ψυχή του με λύπη για την αδικία που παρατείνεται. Την αδικία που συντελείται απέναντι στη ζωή και τα δώρα της. «…Δεν ήμουν γιος σουλτάνου, αλλά αυτό που βλέπω μπροστά μου είναι ένας πρίγκιπας, με τα χέρια ανοιχτά σαν φτερούγες, να πετάει πάνω από τη μιζέρια του κόσμου σαν προσευχή πάνω από τα χαρακώματα, σαν τραγούδι πάνω από τη σιωπή των απελπισμένων…»