Το κινητήριο δίπτυχο της ζωής και της ύπαρξης

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή της 23ης Δεκεμβρίου 2006)



Ένας λογοτέχνης που έχει χρησιμοποιήσει και «ακονίσει»στο έπακρο τις αισθήσεις του αναγνωστικού κοινού, με το κορυφαίο εκείνο μπεστ σέλερ, «Το άρωμα», στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Πάτρικ Ζίσκιντ, επιχειρεί με ένα δοκίμιο να ιχνηλατήσει δύο «σκοτεινές» -με την έννοια της αδυναμίας προσέγγισης και διερεύνησης (άλλωστε όσο καλεί όσφρηση κι αν διαθέτεις, αναγνωστική ή λογοτεχνική, δεν σε βοηθά καθόλου με τα προαιώνια ερωτήματα)- τοποθεσίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Με το κείμενό του που φέρει τον, απολύτως προφανή για το θέμα, τίτλο «Για τον έρωτα και το θάνατο» και το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδη, προσπαθεί να συμπυκνώσει όλη την ανθρώπινη σοφία για το ζήτημα και να την παρουσιάσει στον αναγνώστη του. Εδώ φυσικά γεννάται και το ερώτημα: τι ξέρει ο άνθρωπος για τον έρωτα και το θάνατο ή τι ξέρουν παραπάνω οι φιλόσοφοι από τους υπόλοιπους για το θέμα αυτό; Η απάντηση εύλογα κοινότοπη (Απολύτως τίποτε, δηλαδή) θα την λάβει ο αναγνώστης αφού διαβάσει το πόνημα του Ζίσκιντ, του οποίου ούτε οι επικλήσεις προς το Σωκράτη για βοήθεια δεν κατορθώνουν να καταστούν ιδιαίτερα αποτελεσματικές...
«...Αλλά είναι μάλλον πιο λογικό να μιλάμε για μια παροδική αποβλάκωση του ανθρώπου, αποβλάκωση οφειλόμενη στον έρωτα. Όπως όλοι ξέρουμε, είναι αδύνατο να συζητήσει κανείς λογικά μ’ έναν ερωτευμένο -και μάλιστα για το αντικείμενο του έρωτά του. Καλοπροαίρετες παρατηρήσεις, ακλόνητα επιχειρήματα, αναμφισβήτητες αλήθειες, όλα πηγαίνουν στο βρόντο όταν συγκρούονται με το μεγάλο Αλλά του: «Αλλά τον (ή την) αγαπώ!...» Αυτή είναι και η μόνη σταθερή αλήθεια περί έρωτος που μπορεί να την παραδεχτεί ο καθένας και δεν επιδέχεται απολύτως καμία αμφισβήτηση.
Κατά τα άλλα, δεν λέει και τίποτα καινούριο ο συγγραφέας για τον έρωτα και το θάνατο, περισσότερα είχε πει στο πασίγνωστο μυθιστόρημά του «Το άρωμα» είναι η αλήθεια, ωστόσο κάνει τη φιλότιμη προσπάθεια να οργανώσει τη σκέψη μας με γόνιμο τρόπο: «...από τις απαρχές του πολιτισμού ο άνθρωπος ως καλλιτέχνης (και από την εποχή του Ορφέα ως ποιητής) με ελάχιστα θέματα ασχολήθηκε τόσο επίμονα όσο με τον έρωτα. Διότι οι ποιητές, ως γνωστός, δεν γράφουν γι’ αυτά που ξέρουν, αλλά ακριβώς γι’ αυτά που δεν ξέρουν...»
Το σημείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ο συγκριτικός παραλληλισμός της ιστορίας του Ορφέα και της Ευρυδίκης με την προσωπικότητα και την πορεία του Ιησού. Ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και ιδίως για το ερώτημα, αν θέλει να παραμείνει άνθρωπος ή να απογίνει θεός. Θα μου επιτρέψετε να υποστηρίξω ότι το πρώτο είναι ιδιαζόντως δύσκολο την εποχή που ζούμε και αποτελεί επιτυχία μέγιστη, αν όχι ευλογία για κείνον που το κατορθώνει. Το δεύτερο, άλλωστε, το ισχυρίζονται πολλοί ότι το κατακτούν ή το κατέκτησαν, γραφικοί ή τρελοί και ακόμη περισσότεροι ότι θέλουν να το κατακτήσουν. Δηλαδή, θεοί, πολλοί εζήτησαν να γίνουν, άνθρωποι, ελάχιστοι. Κι αυτό λέει κάτι. «...Η ιστορία του Ορφέα μας συγκινεί μέχρι σήμερα επειδή είναι η ιστορία μιας αποτυχίας. Η υπέροχη προσπάθεια να συμφιλιωθούν μεταξύ τους οι δύο αινιγματικές θεμελιακές δυνάμεις της ανθρώπινης ύπαρξης, ο έρωτας και ο θάνατος...»