Η καρδιά του ξένου
(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί το Σάββατο 9/12/2006 στη Φιλολογική Βραδυνή)
«...Εμείς οι μυθιστοριογράφοι το γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα. Κανένας δεν σκαρώνει μια φενάκη με σκασμένα λάστιχα, παλιοσίδερα και μπάζα. Χρειάζεται και η αυταπάτη το λούσο της. Εάν η εικόνα της φυσικής μου μητέρας δεν ταίριαζε με την εικόνα που είχα προσχεδιάσει, τόσο το χειρότερο για την εικόνα που είχα προσχεδιάσει...»
Μικρή, έπαιζα ένα παιχνίδι, εκβιαστικό ψυχολογικά απολύτως. Προς τη μητέρα μου, για να περάσω το δικό μου. Ισχυριζόμουν, εγώ η μικρή τύραννος, μεγαλοφώνως και επίμονα σε εκνευριστικό βαθμό ότι είμαι υιοθετημένο παιδί -προτιμούσα από τους τσιγγάνους, στην παιδική μου αλλά δηλητηριώδη γλώσσα, γύφτους τους έλεγα- και όχι αίμα από το αίμα των δικών μου. Η καθησυχαστική απάντηση γεμάτη καλοσύνη από τη γυναίκα απέναντί μου που τύγχανε να είναι η φυσική μου μητέρα κι ας την έλεγα εγώ ξένη, ερχόταν αμέσως: «Μα, πουλάκι μου, εμείς σε αγαπάμε ό,τι κι αν είσαι». Η ολοφάνερη ομοιότητά μου με τους φυσικούς μου γονείς δεν μου άφηνε περιθώρια να συνεχίζω μεγαλώνοντας το ανόητο κανιβαλικό μου παίγνιο το οποίο δεν χρειαζόμουν άλλωστε πια και έτσι βυθίστηκε στη λήθη του. Μέχρι που το ανέσυρε από εκεί ένα βιβλίο. «Η καλοσύνη των ξένων» (Εκδόσεις Μεταίχμιο), μια αληθινή ιστορία, του Πέτρου Τατσόπουλου.
Ένα βιβλίο που ενώ το άνοιξα στην πρώτη του σελίδα έτσι για να ρίξω μια ματιά ένα βράδυ, δεν κατόρθωσα να το αφήσω από τα χέρια μου παρά λίγες ώρες μετά, ξημερώματα, οπότε και ολοκλήρωσα την ανάγνωσή του. Ύστερα, είχα μια αμηχανία τι να γράψω γι’ αυτό το βιβλίο, τι να πω για μια αληθινή ιστορία, με ποιο δικαίωμα να εκφέρω γνώμη ή άποψη για ένα βιβλίο που φόρα παρτίδα εξιστορεί τη ζωή του συγγραφέα του και την περιπέτειά του ως παιδιού, πρώτα νόθου κι ύστερα υιοθετημένου. Σκέφτηκα ότι μια συνέντευξη με τον ίδιο το δημιουργό θα με έβγαζε από τη δύσκολη θέση, καθώς φυσικά θα περιερχόμουν σε μία άλλη ακόμη δυσχερέστερη: τι να ρωτήσω τον άνθρωπο, πώς να ρωτήσω, πώς να μην αγγίξω κάτι που πονάει, αν πονάει...Εγκατέλειψα κι αυτό το ενδεχόμενο. Είπα να πολεμήσω το φόβο μου και να γράψω αυτό ακριβώς που ένιωσα εγώ κλείνοντας το βιβλίο: με έκανε με έναν τρόπο να ξεφοβηθώ τον άλλο, τον ξένο, την υιοθεσία, την καλοσύνη και τα αντίθετά τους βέβαια, δηλαδή εμένα, τον εαυτό μου, τη φυσική γονική μέριμνα (παράδοξος μου φαίνεται ο όρος γραμμένος), την κακία.
Αυτό το βιβλίο ένιωσα ότι στο ζουμί του, στο μεδούλι του περιείχε την καρδιά αυτού που αισθάνεται παντού ξένος. Είναι πάντα ο Άλλος, μπαίνει στη θέση του άλλου, του όποιου άλλου. Με έναν παράδοξο τρόπο, δεν στάθηκα στην προσωπική ιστορία και τις περιπέτειες του Τατσόπουλου, θα μπορούσε να είναι η ιστορία ενός οποιουδήποτε άλλου παιδιού, ακόμη και η δική μου, αν τα είχε φέρει αλλιώς η ζωή. Έμεινα, όμως, στο πώς ειπώθηκαν αυτά από το συγγραφέα, στο πώς χειρίστηκε ο ίδιος τα βιώματά του λογοτεχνικά για να πουν μιαν αλήθεια, τη δική του σε πρώτη ανάγνωση και ταυτόχρονα του ίδιου του αναγνώστη του. Το θέμα του είναι ο ίδιος, είναι ο μικρός Πέτρος που μεγαλώνει και αποκτά κι αυτός δικό του παιδί, αλλά το βλέπει από την απόσταση που αρμόζει σε έναν καλό συγγραφέα. Το θέμα του είναι πικρό και δύστροπο και στενάχωρο και λυπητερό, ο ίδιος ωστόσο παίρνει όλο το βάρος και το σηκώνει εκείνος που το ‘ζησε, κι αφήνει τον αναγνώστη του ακόμη και να χαμογελάσει με το χιούμορ και την ειρωνεία και το σαρκασμό του.
Ανήκω στους αναγνώστες που δεν βρίσκω τον εαυτό μου στην ιστορία του Τατσόπουλου, δεν ταυτίζομαι με τον ήρωα -δεν θα μπορούσα εκ των πραγμάτων, αφού δεν είχα ζήσει κάτι ανάλογο, παρά τις παιδικές μου ψευδομαρτυρίες- παρά μόνο στο κλάμα για την ταινία εκείνη με τη Μαντόνα και το Ρούπερτ Έβερετ. Αλλά συνάντησα το συγγραφέα και κάπου αλλού, εκεί στα τελευταία τέσσερα κεφάλαια που πρέπει να τα διαβάσουν όλοι οι αναγνώστες που κρατούν το βιβλίο στα χέρια τους και φροντίζει ο ίδιος να τα διαβάσουν διατηρώντας την επαγρύπνησή τους μέχρι τέλους. Αποφάσισα στο τέλος ότι η αφήγηση της ιστορίας του Τατσόπουλου κρύβει κάτι άλλο εκτός από την προφανή και απολύτως κατανοητή, αν ισχύει, πρόθεση να βγάλει από πάνω του αυτό το βάρος ζωής, ως ενός άλλου ανάμεσα σε ξένους, ως ενός ξένου ανάμεσα σε άλλους: είναι η πρόθεση να σε κάνει να ξεφοβηθείς τον άλλον, να τον αγαπήσεις, να τον νοιαστείς αληθινά, να τον προσεγγίσεις, να τον βοηθήσεις αν μπορείς, χωρίς να μένεις απλώς εκστατικός μπροστά στην «ακηδία των αριθμών» και των στατιστικών* χωρίς μόνο να νιώθεις αποτροπιασμό και αηδία για την κατάντια της ανθρωπότητας που πουλάει παιδάκια, τα σκοτώνει με την πείνα και τη δίψα, τα εκπορνεύει, τα χωρίζει από τους δικούς τους, τα οδηγεί στο δρόμο, τα στέλνει ταχύτερα στους ουρανούς, ταλαιπωρημένα και μόνα, ξένα και άλλα* χωρίς μόνο να σταθείς στην προσωπική ιστορία ενός συγγραφέα και να ανοίξεις τα μάτια σου να δεις τι γίνεται πέρα από τη μύτη σου και την καλοβολεμένη ζωούλα σου. «...Είναι βολικά τα παιδιά. Είναι φιλότιμα. Αργά ή γρήγορα όλα κλαίνε. Κλαίνε και οι μεγάλοι. Αυτοί οι μικρομέγαλοι, τέλος πάντων, οι ακατανέμητοι. Ευσυγκίνητοι άνθρωποι. Μπήγουν τα γέλια. Μπήγουν τα κλάματα...Οι πιο τυχεροί πεθαίνουν. Οι λιγότερο τυχεροί μεταφέρονται στα νοσοκομεία. Τα νοσοκομεία είναι αποθήκες. Μπορείς να εναποθέσεις εκεί αμέτρητες σακούλες με ανθρώπους που ουρλιάζουν...»
Είναι η καρδιά του άλλου, του ξένου, αυτό το βιβλίο που άμα θες την ανοίγεις και μπαίνεις μέσα, άμα θες την κρατάς ερμητικά κλειστή και μένεις απέξω κι εσύ μόνος και ξένος, να ωρύεσαι σαν μικρό κακομαθημένο παιδί ότι είσαι υιοθετημένο, παιδί ενός άλλου κόσμου, όχι του δικού σου και δεν σε αφορά αυτός ο κόσμος, αφού δεν σε περιλαμβάνει, αφού εσύ αποφασίζεις με την αδιαφορία σου να μην τον αποτελείς.
«...Εμείς οι μυθιστοριογράφοι το γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα. Κανένας δεν σκαρώνει μια φενάκη με σκασμένα λάστιχα, παλιοσίδερα και μπάζα. Χρειάζεται και η αυταπάτη το λούσο της. Εάν η εικόνα της φυσικής μου μητέρας δεν ταίριαζε με την εικόνα που είχα προσχεδιάσει, τόσο το χειρότερο για την εικόνα που είχα προσχεδιάσει...»
Μικρή, έπαιζα ένα παιχνίδι, εκβιαστικό ψυχολογικά απολύτως. Προς τη μητέρα μου, για να περάσω το δικό μου. Ισχυριζόμουν, εγώ η μικρή τύραννος, μεγαλοφώνως και επίμονα σε εκνευριστικό βαθμό ότι είμαι υιοθετημένο παιδί -προτιμούσα από τους τσιγγάνους, στην παιδική μου αλλά δηλητηριώδη γλώσσα, γύφτους τους έλεγα- και όχι αίμα από το αίμα των δικών μου. Η καθησυχαστική απάντηση γεμάτη καλοσύνη από τη γυναίκα απέναντί μου που τύγχανε να είναι η φυσική μου μητέρα κι ας την έλεγα εγώ ξένη, ερχόταν αμέσως: «Μα, πουλάκι μου, εμείς σε αγαπάμε ό,τι κι αν είσαι». Η ολοφάνερη ομοιότητά μου με τους φυσικούς μου γονείς δεν μου άφηνε περιθώρια να συνεχίζω μεγαλώνοντας το ανόητο κανιβαλικό μου παίγνιο το οποίο δεν χρειαζόμουν άλλωστε πια και έτσι βυθίστηκε στη λήθη του. Μέχρι που το ανέσυρε από εκεί ένα βιβλίο. «Η καλοσύνη των ξένων» (Εκδόσεις Μεταίχμιο), μια αληθινή ιστορία, του Πέτρου Τατσόπουλου.
Ένα βιβλίο που ενώ το άνοιξα στην πρώτη του σελίδα έτσι για να ρίξω μια ματιά ένα βράδυ, δεν κατόρθωσα να το αφήσω από τα χέρια μου παρά λίγες ώρες μετά, ξημερώματα, οπότε και ολοκλήρωσα την ανάγνωσή του. Ύστερα, είχα μια αμηχανία τι να γράψω γι’ αυτό το βιβλίο, τι να πω για μια αληθινή ιστορία, με ποιο δικαίωμα να εκφέρω γνώμη ή άποψη για ένα βιβλίο που φόρα παρτίδα εξιστορεί τη ζωή του συγγραφέα του και την περιπέτειά του ως παιδιού, πρώτα νόθου κι ύστερα υιοθετημένου. Σκέφτηκα ότι μια συνέντευξη με τον ίδιο το δημιουργό θα με έβγαζε από τη δύσκολη θέση, καθώς φυσικά θα περιερχόμουν σε μία άλλη ακόμη δυσχερέστερη: τι να ρωτήσω τον άνθρωπο, πώς να ρωτήσω, πώς να μην αγγίξω κάτι που πονάει, αν πονάει...Εγκατέλειψα κι αυτό το ενδεχόμενο. Είπα να πολεμήσω το φόβο μου και να γράψω αυτό ακριβώς που ένιωσα εγώ κλείνοντας το βιβλίο: με έκανε με έναν τρόπο να ξεφοβηθώ τον άλλο, τον ξένο, την υιοθεσία, την καλοσύνη και τα αντίθετά τους βέβαια, δηλαδή εμένα, τον εαυτό μου, τη φυσική γονική μέριμνα (παράδοξος μου φαίνεται ο όρος γραμμένος), την κακία.
Αυτό το βιβλίο ένιωσα ότι στο ζουμί του, στο μεδούλι του περιείχε την καρδιά αυτού που αισθάνεται παντού ξένος. Είναι πάντα ο Άλλος, μπαίνει στη θέση του άλλου, του όποιου άλλου. Με έναν παράδοξο τρόπο, δεν στάθηκα στην προσωπική ιστορία και τις περιπέτειες του Τατσόπουλου, θα μπορούσε να είναι η ιστορία ενός οποιουδήποτε άλλου παιδιού, ακόμη και η δική μου, αν τα είχε φέρει αλλιώς η ζωή. Έμεινα, όμως, στο πώς ειπώθηκαν αυτά από το συγγραφέα, στο πώς χειρίστηκε ο ίδιος τα βιώματά του λογοτεχνικά για να πουν μιαν αλήθεια, τη δική του σε πρώτη ανάγνωση και ταυτόχρονα του ίδιου του αναγνώστη του. Το θέμα του είναι ο ίδιος, είναι ο μικρός Πέτρος που μεγαλώνει και αποκτά κι αυτός δικό του παιδί, αλλά το βλέπει από την απόσταση που αρμόζει σε έναν καλό συγγραφέα. Το θέμα του είναι πικρό και δύστροπο και στενάχωρο και λυπητερό, ο ίδιος ωστόσο παίρνει όλο το βάρος και το σηκώνει εκείνος που το ‘ζησε, κι αφήνει τον αναγνώστη του ακόμη και να χαμογελάσει με το χιούμορ και την ειρωνεία και το σαρκασμό του.
Ανήκω στους αναγνώστες που δεν βρίσκω τον εαυτό μου στην ιστορία του Τατσόπουλου, δεν ταυτίζομαι με τον ήρωα -δεν θα μπορούσα εκ των πραγμάτων, αφού δεν είχα ζήσει κάτι ανάλογο, παρά τις παιδικές μου ψευδομαρτυρίες- παρά μόνο στο κλάμα για την ταινία εκείνη με τη Μαντόνα και το Ρούπερτ Έβερετ. Αλλά συνάντησα το συγγραφέα και κάπου αλλού, εκεί στα τελευταία τέσσερα κεφάλαια που πρέπει να τα διαβάσουν όλοι οι αναγνώστες που κρατούν το βιβλίο στα χέρια τους και φροντίζει ο ίδιος να τα διαβάσουν διατηρώντας την επαγρύπνησή τους μέχρι τέλους. Αποφάσισα στο τέλος ότι η αφήγηση της ιστορίας του Τατσόπουλου κρύβει κάτι άλλο εκτός από την προφανή και απολύτως κατανοητή, αν ισχύει, πρόθεση να βγάλει από πάνω του αυτό το βάρος ζωής, ως ενός άλλου ανάμεσα σε ξένους, ως ενός ξένου ανάμεσα σε άλλους: είναι η πρόθεση να σε κάνει να ξεφοβηθείς τον άλλον, να τον αγαπήσεις, να τον νοιαστείς αληθινά, να τον προσεγγίσεις, να τον βοηθήσεις αν μπορείς, χωρίς να μένεις απλώς εκστατικός μπροστά στην «ακηδία των αριθμών» και των στατιστικών* χωρίς μόνο να νιώθεις αποτροπιασμό και αηδία για την κατάντια της ανθρωπότητας που πουλάει παιδάκια, τα σκοτώνει με την πείνα και τη δίψα, τα εκπορνεύει, τα χωρίζει από τους δικούς τους, τα οδηγεί στο δρόμο, τα στέλνει ταχύτερα στους ουρανούς, ταλαιπωρημένα και μόνα, ξένα και άλλα* χωρίς μόνο να σταθείς στην προσωπική ιστορία ενός συγγραφέα και να ανοίξεις τα μάτια σου να δεις τι γίνεται πέρα από τη μύτη σου και την καλοβολεμένη ζωούλα σου. «...Είναι βολικά τα παιδιά. Είναι φιλότιμα. Αργά ή γρήγορα όλα κλαίνε. Κλαίνε και οι μεγάλοι. Αυτοί οι μικρομέγαλοι, τέλος πάντων, οι ακατανέμητοι. Ευσυγκίνητοι άνθρωποι. Μπήγουν τα γέλια. Μπήγουν τα κλάματα...Οι πιο τυχεροί πεθαίνουν. Οι λιγότερο τυχεροί μεταφέρονται στα νοσοκομεία. Τα νοσοκομεία είναι αποθήκες. Μπορείς να εναποθέσεις εκεί αμέτρητες σακούλες με ανθρώπους που ουρλιάζουν...»
Είναι η καρδιά του άλλου, του ξένου, αυτό το βιβλίο που άμα θες την ανοίγεις και μπαίνεις μέσα, άμα θες την κρατάς ερμητικά κλειστή και μένεις απέξω κι εσύ μόνος και ξένος, να ωρύεσαι σαν μικρό κακομαθημένο παιδί ότι είσαι υιοθετημένο, παιδί ενός άλλου κόσμου, όχι του δικού σου και δεν σε αφορά αυτός ο κόσμος, αφού δεν σε περιλαμβάνει, αφού εσύ αποφασίζεις με την αδιαφορία σου να μην τον αποτελείς.