Οι παράλληλοι δρόμοι της ζωής και της εργογραφίας του Φιτζέραλντ

(Δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 11/11/2006)

Σφράγισε την αμερικανική λογοτεχνία της δεκαετίας του ’20, την εποχή της τζαζ, με τα διηγήματά του, τις νουβέλες και τα μυθιστορήματά του. Η κοινή ζωή του Φιτζέραλντ με την καλλονή Ζέλντα Σάιρ και η τραγική κατάληξη αυτής της σχέσης, άφησε ηχηρό αποτύπωμα στην κοσμική ζωή της γενιάς τους, αλλά και στην ιστορική καταγραφή της μυθιστορηματικής του μεγαλοφυίας. Ο Francis Scott Key Fitzgerald όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Σεν Πολ της Μινεσότα το 1896 σε μια περιοχή την οποίας το κοινωνικό ψηφιδωτό αποτελούσαν τόσο νοτιοαμερικανοί όσο και κάτοικοι ιρλανδικής καταγωγής. Σ’ αυτό το αμάλγαμα ανθρώπινων χαρακτήρων και ζωών ήρθε στον κόσμο και έκανε τα πρώτα του βήματα το προικισμένο αυτό πλάσμα, με την ιδιαίτερη ματιά για τον κόσμο που κατόρθωσε να αποτυπώσει την εποχή του με μια λεπτότητα και ακρίβεια που κάνει την ιστορική πραγματικότητα να ωχριά μπροστά στη δική του λογοτεχνική εκδοχή.
Ο πατέρας του, ο Έντουαρντ, ήταν ένας έμπορος, ευγενής από το Νότο του οποίου η επιχείρηση επίπλων είχε πέσει έξω. Η μητέρα του, η Μέρι ΜακΚίλαν, ήταν η κόρη ενός επιτυχημένου μανάβη και η ίδια αφιέρωσε τη ζωή της αποκλειστικά στην ανατροφή του γιου της. Αν και η οικογένειά Φιτζέραλντ ταλαιπωρήθηκε με μετακινήσεις, το 1918 ρίζωσε και πάλι στο Σεν Πολ των παιδικών χρόνων του μικρού Φράνσις. Στα δεκαοκτώ του ο νεαρός πια Φιτζέραλντ ερωτεύτηκε μια δεκαεξάχρονη πιτσιρίκα, η οποία χρόνια αργότερα (το 1925) θα αποτελέσει τον πρωτότυπο καμβά για να εξυφάνει ο μυθιστοριογράφος το χαρακτήρα της Νταίζυ Μπιουκάναν στον «Υπέροχο Γκάτσμπυ», το οποίο και δίκαια θεωρείται το καλύτερο έργο του και ένα από τα κορυφαία της παγκόσμιας κλασικής πια λογοτεχνίας. Η οπτική του λογοτέχνη είχε αρχίσει να πλάθεται, θα έκανε την εμφάνισή της αργότερα με μοναδικό τρόπο.

Το 1913 μπήκε στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου δεν κατάφερε ποτέ να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών της ακαδημαϊκής κοινότητας και της κοινωνικής διαστρωμάτωσής εκείνον τον καιρό. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά θα έγραφε καιρό μετά «Το πλουσιόπαιδο». Έζησε για κάποια χρόνια μια πλούσια ζωή σε εμπειρίες και κοσμικά γεγονότα, αλλά δεν έγινε ποτέ ένας απ’ αυτούς, τους πλούσιους. Ο πλούτος τον απασχόλησε διεξοδικά στο έργο του, πότε ως φόντο των ιστοριών του και πότε ως κινητήρια δύναμη. Δεν έγινε ένας από κείνους, γι’ αυτό κατάφερε να περιγράψει τόσο καίρια και με αφοπλιστική πειστικότητα και εμβρίθεια τον κόσμο των εύπορων Αμερικανών. Όπως έγραψε στο «Πλουσιόπαιδο», (απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο, σε μετάφραση Μένη Κουμανταρέα, Εκδόσεις Κέδρος) «...Ας αρχίσουμε από τους πάμπλουτους. Είναι διαφορετικοί από μένα και σένα. Κατέχουν τα πλούτη και τα’ απολαμβάνουν από ενωρίς, κι αυτό τους επηρεάζει σε κάτι, τους κάνει ήπιους εκεί όπου εμείς είμαστε δριμείς, και κυνικούς εκεί όπου εμείς είμαστε εύπιστοι, έτσι ώστε, παρεκτός κι αν έχεις γεννηθεί πλούσιος, είναι πολύ δύσκολο να τους καταλάβεις. Πιστεύουν βαθιά μέσα τους ότι είναι καλύτεροι από εμάς, επειδή εμείς χρειάστηκε ν’ ανακαλύψουμε από μόνοι μας τις ανταμοιβές και τα κρησφύγετα της ζωής. Ακόμα και όταν συμβεί να εισχωρήσουν βαθιά στον κόσμο μας ή να καταποντιστούν χαμηλά σ’ αυτόν, εκείνοι εξακολουθούν να πιστεύουν πως είναι σε όλα καλύτεροί μας. Είναι διαφορετικοί...»

Άφησε τις σπουδές του το 1917, λόγω των χαμηλών του επιδόσεων και κατατάχθηκε στο στρατό. Οι εμπειρίες του από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχαν καμία σχέση με αυτές τις έντονες του Χέμινγουεϊ. Ποτέ δεν βρέθηκε στο πεδίο της μάχης και ποτέ δεν έγινε μάρτυρας πολεμικής δράσης. Το 1919, τον βρίσκουμε στη Νέα Υόρκη όπου έπιασε δουλειά σε μια διαφημιστική εταιρεία. Τότε θα εκδώσει και την πρώτη του ιστορία, το «Babes in the Wood» και με τα τριάντα δολάρια που του έδωσαν γι’ αυτό, πήγε και αγόρασε ένα ζευγάρι λευκά flannels.
Σταθμός στη ζωή του στάθηκε η γνωριμία του το 1918 με τη Ζέλντα Σάιρ, την οποία και παντρεύτηκε το 1920. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το πρώτο του μυθιστόρημα, «This side of paradise», ένα βιβλίο που έκανε επιτυχία και την οποία ο Φιτζέραλντ εξαργύρωσε γιορτάζοντάς την σε ατελείωτα πάρτι, μυθικό ζευγάρι ήδη με τη Ζέλντα. Τα λογοτεχνικά περιοδικά άνοιξαν τις πύλες τους στο νέο ελπιδοφόρο συγγραφέα και εκείνος άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματά του, όπως το γνωστό «The Diamond as Big as the Ritz». Η ξέφρενη ζωή του ζευγαριού άρχισε να σωρρεύει στην πλάτη του χρέη που αδυνατούσε να καλύψει και μέσα σε όλα γεννήθηκε το 1921 η κόρη τους. Το δεύτερο μυθιστόρημά του «Όμορφοι και Καταραμένοι» έτυχε χλιαρής υποδοχής από κοινό και κριτικούς και τότε αποφάσισε να μετακομίσει το 1924 στην Ευρώπη, όπου το κόστος ζωής ήταν χαμηλότερο. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε με κορυφαίους συγγραφείς της εποχής του, όπως ο Χέμινγουεϊ και η Γερτρούδη Στάιν. Ύστερα, το 1925 εξέδωσε το αριστούργημά του «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» που δεν του απέφερε τα οικονομικά οφέλη που ο ίδιος προσδοκούσε και άρχισε να βυθίζεται σιγά-σιγά στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ.
Η επόμενη πενταετία βρίσκει το συγγραφέα να ταξιδεύει στη Γηραιά Ήπειρο και την Αμερική, ζώντας τη θυελλώδη σχέση του με τη Ζέλντα η οποία και περιγράφεται στο έργο του «The crack up» (1936). Ελέω πολυέξοδης ζωής με τη σύζυγό του, για λίγους μήνες το 1927 και αργότερα το 1931 και 1932 εργάστηκε ως σεναριογράφος σε ταινίες του Χόλιγουντ, αλλά δεν κατόρθωσε ποτέ να γίνει τόσο επιτυχημένος όσο θα έμενε αργότερα στην ιστορία για τη λογοτεχνική του δημιουργία. Το 1934 έγραψε το «Τρυφερή είναι η νύχτα» και τη διετία 1934-1936, δεν υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 πίστευε πια για τον εαυτό του ότι δεν είχε υπάρξει συγγραφέας πρώτης γραμμής.

Αυτή η δεκαετία θα χαραχτεί στη ζωή του και στη μνήμη του κόσμου η χωρίς επιστροφή πορεία του προς την πτώση και το τέλος. Ο αλκοολισμός του και η νευρική κατάρρευση της γυναίκας του, ο εγκλεισμός της σε κλινική, τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω στο πάλαι ποτέ ιδανικό ζευγάρι και η «χαμένη γενιά» σφραγίζεται από τις τραγικές τους φιγούρες. Εκείνη θα πεθάνει σε μια πυρκαγιά στο ψυχοθεραπευτήριο που νοσηλεύονταν το 1948, οκτώ χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της. Ο Φιτζέραλντ δεν θα προλάβει να ολοκληρώσει το βιβλίο του «Ο τελευταίος μεγιστάνας» το οποίο είχε αρχίσει το 1939 και πεθαίνει στις 21 Δεκεμβρίου του 1940 στο Χόλιγουντ, στο διαμέρισμα της γυναίκας με την οποία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, της κοσμικογράφου Σίλα Γκράχαμ.
Τον επίλογο στη ζωή του και τον επιγραμματικό του απολογισμό γι’ αυτή, τον είχε κάνει σε ανύποπτη στιγμή ο ίδιος, συμπυκνώνοντας σε λίγες φράσεις τη σπουδαιότητα του ίδιου του ταλέντου του, καθώς η μετριοφροσύνη αποτελεί ίδιον των μετρίων, κατά το κοινώς λεγόμενο. «Δεν είμαι κανένας μεγάλος άνθρωπος, αλλά καμιά φορά σκέφτομαι ότι η απρόσωπη και αντικειμενική ιδιότητα του ταλέντου μου και ο τρόπος που το θυσίασα κομματιάζοντάς το για να διασώσω την ουσιαστική του αξία, διαθέτει κάποιο είδος επικής μεγαλοσύνης».