«Διάττων» αστέρας γραφής 200 ετών

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 17/5/2008)

Δυο αιώνες διαφορά. Το λευκό περιστέρι -εδώ θα γίνει πεταλούδα και- θα περάσει ανάμεσα από τις Συμπληγάδες των προκαταλήψεων στο τσακ, πριν εκείνες το συνθλίψουν. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη δεν έχουν εκλείψει, απλώς έχουν αλλάξει όψη και καιροφυλακτούν. Η Σφίγγα θέτει ακόμη το αίνιγμά της* όχι πια για το τι είναι άνθρωπος, αλλά για το τι είναι η ανθρωπιά του και μέχρι που φτάνει… Ο Περσέας που κρατάει ακόμη το κεφάλι της Μέδουσας, είναι μέσα στον καθένα και απειλεί να γυρίσει να τον κοιτάξει στην ψυχή του και να τον πετρώσει για πάντα.

Το 19ο αιώνα, η Jane Austen (αν και δεν είχε το όνομα της αδερφής της Κασσάνδρας, αλλά διέθετε στο ακέραιο τη χάρη) μπορούσε να γεμίζει εκατοντάδες σελίδες με αρχέτυπα και κοινωνικά στερεότυπα, χωρίς να εμφανίζει ούτε ένα μυθολογικό τέρας. Ήταν όλοι κύριοι, κόμηδες και λόρδοι* δεσποινίδες, κοντεσίνες και κυρίες. Τα φουστάνια θροΐζανε, με τις οργάντζες και τις μεταξωτές τους κορδέλες, αλλά οι άνθρωποι ήταν οι ίδιοι με κείνους τους πρώτους που πάτησαν στη γη, όπως ίδιοι είναι με τους τωρινούς. Μόνο που τότε ανάβανε φωτιές να ζεσταθούν και κεριά να διαβάσουν, σήμερα πατούν τους διακόπτες του ηλεκτρικού. Η ανθρώπινη ψυχή και η ουσία της είναι η ίδια, μόνο που διαφέρει η οπτική της συγγραφέως Jane Austen. Ευτυχώς που διαφέρει, αλλιώς δεν θα τη διαβάζαμε σήμερα.

Μια φαινομενικά αρραγής, αδιάφορη και ανούσια καθημερινότητα παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα «Mansfield Park» (Εκδόσεις Σμίλη, μετάφραση από την Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου). Και στο μεδούλι αυτής της κοινότοπης ζωής, πολύ «ζουμί» για κείνον που θέλει φυσικά να το ρουφήξει, αφήνοντας στις άκρη τη στενομυαλιά και τις προκαταλήψεις του. Γιατί γι’ αυτό γράφει εκείνη η γυναίκα του 19ου αιώνα με τα μεταξωτά μακριά φουστάνια και τους κορσέδες: για τη στενομυαλιά και την προκατάληψη, για το δρόμο της κακίας και της αρετής, για την ανθρωπιά και το αντίθετό της (δηλαδή η ψεύτικη κοσμικότητα, η κοινωνικότητα της πλάκας, η υποκρισία, η λάσπη της αδιαφορίας). Η Jane Austen φτιάχνοντας με μαεστρία ένα από εκείνα τα γνώριμα σκηνικά της, με την αγγλική εξοχή στα μεγάλα φόρτε της και τον κοινωνικό ιστό της στο μικροσκόπιο της τέλειας και σχεδόν αδιόρατης ειρωνείας της δημιουργού, βάζει να πρωταγωνιστήσει η Φάνυ Πράις (αστεία τιμή, η ομόηχη ερμηνεία του ονοματεπώνυμού της). «…Ήταν πολύ ευαίσθητο παιδί, αλλά τα αισθήματά της δεν έβρισκαν καμιά κατανόηση και συνεπώς καμιά τρυφερή φροντίδα. Κανείς δεν ήθελε να την πληγώσει, αλλά και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να ασχοληθεί με την ψυχική της γαλήνη…». Μια φτωχή μικρούλα που μεγαλώνει στο Μάνσφηλντ Παρκ, ευεργετημένη από τους πλούσιους συγγενείς της. Οι ξαδέρφες, οι ξάδερφοι οι θείοι και οι θείες. Και ανάμεσα σε κείνους, ο άνθρωπος που ερωτεύεται. Μια γυναίκα με όλες τις συνθήκες και τις συμβάσεις εναντίον της που κατορθώνει να υπερασπιστεί την ανήκουστη, για την εποχή εκείνη, επιθυμία της: να παντρευτεί τον άντρα που ερωτεύτηκε. «…Κατά τη γνώμη μου, πρέπει όλοι να παντρεύονται, αρκεί να καλοπαντρεύονται. Δεν θέλω να χαραμίζονται οι άνθρωποι, αλλά πιστεύω πως καλό είναι να παντρεύονται όταν ξέρουν πως θα τους βγει σε καλό…».

Ανάμεσα στις υποταγμένες στις κοινωνικές επιταγές γυναίκες τους 19ου αιώνα ξεπροβάλλει ένας μίσχος ανεξαρτησίας και ειλικρινούς ανθρωπιάς. Μια ηρωίδα που δεν θέλει λεφτά για να ανταλλάξει τον εαυτό της στο ιδιότυπο σκλαβοπάζαρο της ζωής που λαμβάνει χώρα γύρω της. «…ο γάμος είναι κατεξοχήν η συναλλαγή όπου ο καθένας περιμένει τα πάντα από τον άλλον και δίνει τα λιγότερα ο ίδιος…». Μια πρωταγωνίστρια που κρύβεται από την κοινή θέα* που προτιμά να αφήνει τους άλλους να εκτίθενται στις πρόσκαιρες λάμψεις μιας ματαιοδοξίας που αποκαλύπτει απολύτως την ψευτιά και την άνεσή τους να την υπηρετούν. «…Τους δίδασκαν τα πάντα εκτός από ήθος…». Είναι μια γυναίκα που παρουσιάζεται από την Jane Austen μέσα σε ένα ηθικό πλαίσιο που οροθετείται από τα συρματοπλέγματα της οικονομικής εξασφάλισης και της κοινωνικής καταξίωσης (μη μου πείτε ότι έχει αλλάξει πολύ το αξιακό μας σύστημα σήμερα…). Θεωρείται «ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλη και εγωίστρια», όταν δεν κολακεύεται από τον πλούσιο γόνο μιας «καλής» οικογένειας και δεν υποκύπτει στα καπρίτσια της επιπολαιότητάς του. Είναι ένας άνθρωπος που δεν αρκείται στο «απέξω», στην καλή μαρτυρία της μάσκας και του κοστουμιού που φορά κανείς στα εκάστοτε «σαλόνια», δεν γοητεύεται από το λαμπερό τους ξεγέλασμα και φυσικά δεν τα προσκυνάει. Και φυσικά θεωρείται «περιθωριακή» μέσα στην ίδια τη συγγενική της εστία. «…Σηκώνεται και πάει βόλτα μόνη της όποτε της έρθει, και έχει μια κρυψίνοια, ένα πνεύμα ανεξαρτησίας και τέτοιες αηδίες, που εγώ θα τη συμβούλευα να εγκαταλείψει…». Η ανεξαρτησία της είναι δακτυλοδεικτούμενη, αλλά η συγγραφέας την υιοθετεί ως κύριο χαρακτηριστικό της ηρωίδας της, φυσικά για να το αποθεώσει στο τέλος, αφού κερδισμένη βγαίνει η επιθυμία, η ερωτική έλξη και διόλου η σύμβαση, το οικονομικό κέρδος, το κοινωνικό όφελος. «…τίποτα δεν είναι παράφωνο μόλις ο έρωτας αρχίσει να σαλεύει…».

Εκείνο που γοητεύει περισσότερο στην προσωπικότητα της Φάνυ Πράις είναι αυτές οι «δεύτερες» ενδόμυχες σκέψεις της που βάζει στο κείμενο η συγγραφέας. Είναι όλες εκείνες οι εκδοχές της συμπεριφοράς της που αναλύονται. Είναι η πολυεπίπεδη ανάλυση του ψυχισμού της. «…Είμαστε ανεξιχνίαστοι από πολλές απόψεις, αλλά η ικανότητά μας να ξεχνάμε και να θυμόμαστε είναι η πιο απρόσιτη στην κατανόησή μας…». Και φυσικά όλα εκείνα τα στοιχεία που της προσδίδει, την κάνουν αγαπητή, ακριβώς επειδή δεν είναι άνθρωπος του καιρού της, αλλά διακοσίων ετών μετά (αυτό θα πει ότι ήταν διακόσια χρόνια μπροστά η Jane Austen).

Γι’ αυτό ακριβώς οι προκαταλήψεις-συμπληγάδες είναι ετοιμοπόλεμες να συντρίψουν την ψυχούλα της Φάνυ Πράις, αν δεν ξεπουληθεί σε μια τιμή ευχαρίστως. Η συγγραφέας την αφήνει να ξεγλιστρήσει -στο μέλλον της κλασικότητας που της επιφυλάχθηκε- στην εκπνοή της ιστορίας. Θα απαντήσει σωστά η Φάνυ στο αίνιγμα της Σφίγγας με τη στάση της, παραμένοντας ο πονετικός, χαμηλών τόνων (αλλά βαρέων βαρών στο θάρρος και την αγάπη) άνθρωπος. Κι έτσι δεν θα αφήσει τον εαυτό της έρμαιο στις επιθυμίες των άλλων, δεν θα «πετρώσει» την ψυχή της για να ικανοποιήσει το κατά συνθήκη κοινωνικό ψεύδος και θα αναδείξει αυτό που διαθέτει πάνω απ’ όλα: την τρωτότητα και την «ανθρωπινότητά» της.

«…Αποκλείεται να μην περιφρονώ ένα προτέρημα που αρκείται στην αφάνεια, ενώ έχει τη δυνατότητα να διακριθεί…»