Οι κυματισμοί της ψυχής στον ωκεανό της ζωής

(Το κείμενο θα δημοσιευτεί το Σάββατο 2/12/2006 στη Φιλολογική Βραδυνή)


«...Η ζωή μας είναι γεμάτη από όλα αυτά που αναμένομε αλλά τελικά δε λένε να συμβούν, δεν μας δίδεται η χάρις...Χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να μη βλάψεις τον εαυτό σου...»



Η θάλασσα έχει τη δυνατότητα να διαβρώνει. Αργά και σταθερά. Να σιγοτρώει απαλά και όμορφα, πότε γλείφοντας ήσυχα τα βράχια και πότε ρίχνοντας τις τρικυμίες της πάνω τους. Όπως τα αισθήματα, που ζουν άλλοτε μέσα στις ψυχές κρυφά και κάτω από τα υποστρώματα εμπειριών ζωής και άλλοτε σαρώνουν την ίδια τη ζωή χτυπώντας την επιφάνεια και την ουσία της με τρόπο σαρωτικά δριμύ.
Γι’ αυτή τη θάλασσα των αισθημάτων που είναι σε θέση να την κατανοήσει όποιος τη διαθέτει κιόλας μέσα και γύρω του, μιλάει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο τελευταίο της μυθιστόρημα με τον εύηχο αλλά και ιδιότροπο τίτλο «Σουέλ» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Η ανάγνωση του βιβλίου κυλάει όπως το σουέλ, ο βουβός κυματισμός του ωκεανού, χάρη στη γλώσσα που επιλέγει η συγγραφέας για να ξεδιπλώσει την ιστορία της. Είναι μια γλώσσα ζηλευτά σμιλεμένη πάνω στις ζωές ανθρώπων που η μυθιστορία μπορεί να σκεπάζει τις μορφές τους με την αχλύ της. Δεν σε νοιάζει αν υπήρξαν αυτοί οι άνθρωποι, δεν σε νοιάζει καν αν παρουσιάζεται πειστικά η λογοτεχνική τους ανάπλαση, απλώς ακολουθείς τα χνάρια τους στο νερό. Στον ωκεανό της ψυχής που έχει και ναυάγια και μπουνάτσες και μποφόρ. Και αυτά τα περνούν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, ιδιαίτεροι και μοναδικοί όσο η αξία της ζωής τους.

Αυτό μ’ αρέσει στην Ιωάννα Καρυστιάνη, που ασχολείται με ανθρώπους που ζουν σε ένα περιθώριο, αυτό της μοναδικότητάς τους να κρατάνε φυλαγμένα τα αισθήματά τους σαν θησαυρό. «...Καλύτερα η ζωή να περιγράφεται αδρά και να περιλαβαίνει λίγα, όποιος θέλει κι άλλα τα βρίσκει μέσα του και τα συμμαζεύει μονάχος...» Και δεν το συναντάμε συχνά στη ζωή μας αυτό, γι’ αυτό και περιμένει κανείς από τη μυθιστορία να το διαφυλάξει. Εκείνο που θαύμασα στο βιβλίο της τούτο, ήταν η ενάργεια με την οποία κατορθώνει να περιγράψει -αφού προηγουμένως διεισδύσει στο εσωτερικό της- την ανδρική ψυχή, μέσα από τη γυναικεία λογοτεχνική της ματιά. Με ισορροπία και αγάπη. Όσο για την πλευρά των γυναικείων χαρακτήρων, εκείνους τους αντιμετωπίζει με συγκατάβαση άλλοτε και άλλοτε με αιχμηρότητα, όπως ένας καλός καπετάνιος ξέρει να κουμαντάρει το πλοίο του, γιατί το γνωρίζει τόσο καλά όσο τον εαυτό του.

Η γραφή της σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι τόσο εμποτισμένη από το θέμα της αλλά και τις προθέσεις της ως προς αυτό, που κάνει το δεκτικό αναγνώστη να αισθάνεται τις αναταράξεις από τους κυματισμούς στις ζωές των ηρώων της. Γέρνει ο ήρωας, γέρνεις κι εσύ κατά τη μεριά του. Δένει τους κάβους ο ήρωας και προσαράζει στο λιμάνι, καταφεύγεις κι εσύ στο δικό σου απάγκιο μέσα σου.
«...Η ζωή είναι μια επιστροφή. Η μνήμη βάζει την όπισθεν και ξεθάβει πολλές μικρές ιστορίες σκόρπιες μέσα στα χρόνια, μετά τα εξήντα πέντε εβδομήντα μάλιστα η ταχύτητα επιστροφής είναι ιλιγγιώδης και αρκούν δέκα λεπτά για να γυρίσεις πίσω να τις μαζέψεις και να διαπιστώσεις πως δεν είναι παρά ξέφτια που απόμειναν από ένα παρελθόν που απέχει πια πολύ από σένα κι όσο μεγαλώνεις εσύ, μεγαλώνει και η απόσταση...»

Η αγία ελληνική οικογένεια ξεμπροστιάζεται για άλλη μια φορά σε ένα νεοελληνικό μυθιστόρημα, αλλά όχι δηλητηριωδώς. «...Θάνατοι και ζωές ενώνουν τις οικογένειες...» Μένει μια γλύκα στο τέλος, ότι έχει ειπωθεί η αλήθεια και δεν έχουν όλα τακτοποιηθεί για να ικανοποιηθεί το αίτημα του ρομαντικού αναγνώστη, αλλά για να αποκατασταθεί η τάξη, όπως στην αρχαία τραγωδία. Το καράβι κλυδωνίζεται στα κύματα, χάνεται για χρόνια στις θάλασσες και γυρίζει ύστερα στο λιμάνι του ταλαιπωρημένο, μπαταρισμένο και με πληγές που έχει ξεράνει η αλμύρα του θαλασσινού νερού. Το γλυκό νερό αναλαμβάνει να πλύνει τα τραύματα, να τα γιατροπορέψει και να τα απαλύνει στη στεριά των απάνεμων γηρατειών.
Ο βασικός πρωταγωνιστής της ιστορίας της Καρυστιάνη, ο Μήτσος Αυγουστής, εκτός από ναυτικός που έχει φάει τη θάλασσα με το κουτάλι, έτσι ώστε μπορεί πια να την περιδιαβαίνει στα τυφλά, είναι και ένας άνθρωπος βυθισμένος στην προσωπική του μοναξιά, την ερημιά μέσα του που προτιμά να τη ζει αυτή την κλεισούρα στον εαυτό του παρά να αντιμετωπίζει τους άλλους ανθρώπους της ζωής του. Αυτούς επιλέγει για μεγάλο διάστημα να τους αγνοεί, να τους κρατά μακριά του, να προσποιείται ότι δεν του λείπουν και δεν τους λείπει. Είναι ο φόβος που φωλιάζει στην ψυχή του που γίνεται τείχος ψηλό και ορθώνεται ανάμεσα σε αυτόν και τους δικούς του, που γίνεται ωκεανός ζωής που τους χωρίζει για χρόνια.

«...Το μίσος θέλει σφρίγος. Πρέπει να είσαι ξεκούραστος για να σου βρίσκεται η ορμή και η ένταση που θα σε ανυψώσει σε κάτι τόσο τραχύ και απόλυτο...» Η στυφάδα των ανερμάτιστων καταστάσεων που βιώνουν οι ήρωες του βιβλίου, δεν κρύβει πίσω της μίσος, μόνο βουβή αγάπη, βουβό πόνο, βουβό φόβο και αλήθεια που δεν ειπώθηκε ποτέ, δεν έσκασε με βία πάνω στους ανθρώπους σαν τρικυμιώδες κύμα, αλλά η απόκρυψη αυτής της αλήθειας κατέτρωγε τα σωθικά τους για μια ζωή χιλιοραγισμένη.