Αφήσαμε τον κόσμο

photo: scalidi

“...Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον άνθρωπο...”
, Γιώργος Σεφέρης, (“ΚΙΧΛΗ”, Γ', ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ “ΚΙΧΛΗΣ”, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Ίκαρος).
Αυτή η λεκάνη του κόσμου, εκεί-εδώ ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, το Βορρά και το Νότο. Η Μεσόγειος που λούζεται από ένα φως που ζεσταίνει την ψυχή του ανθρώπου, και κρατά απάγκιο με ίσκιο από ελιές, εσπεριδοειδή και φοινικόδεντρα ακόμα. Αυτή η όμορφη μεριά της γης που γεννιέται το μέτρο, η αρμονία, η χάρη και μαζί η υπερβολή και τα πάθη και η ίδια η φρίκη, σ' αυτήν την πλευρά του πλανήτη που εναλλάσσεται το φως και το σκοτάδι με τόση κομψότητα στα ηλιοβασιλέματα του ευρωπαϊκού Νότου και στα παράλια της άγνωρης Αφρικής, παλεύουν μάταια οι άνθρωποι για την επιβολή τους. Άλλος με τα όπλα, την εξουσία, το σκοταδισμό κι άλλος με το λόγο, τον πολιτισμό, τον εξανθρωπισμό γυρεύοντας πάντα, μέχρι το τέλος. Με ένα στόχο στα κύτταρά τους: να επιβιώσουν.
Ο ένας τρώγοντας τις σάρκες, σφάζοντας, καίγοντας, λεηλατώντας. Κι ο άλλος με καρτερία να εργάζεται, να γράφει, να ζωγραφίζει, να μαγειρεύει, να καλλιεργεί κοπιαστικά τη γη. Και στη μέση ένας άλλος κόσμος που έχει προκύψει, εικονικός, άϋλος, για κάποιους ακόμα απροσπέλαστος, πολύ λογικός και παράλογος μαζί, μηχανιστικός, τεχνολογικός. Ένας δίαυλος που μπορεί να ανθίζει στην άκρη του η επικοινωνία ή να σπάζει η σωλήνα του και να μην φτάνει ποτέ στον άνθρωπο ή ακόμα να γίνεται μια υδρορροή που του καταπίνει την ανθρωπιά, εκεί στις απολήξεις του διαδικτύου. Όλα με τη διπλή τους όψη.
Και κατακόρυφα να τέμνει την ψυχή, το φως. Μεσογειακό, ήπιο, καθαρτήριο. Αλλά φως. Πότε φέρνει στην επιφάνεια ομορφιά, αγάπη, ειρήνη, με καλαισθησία, και πότε δείχνει τον άνθρωπο απογυμνωμένο από την ίδια του την ψυχή να κλωτσάει τα κουφάρια των συντρόφων του. Όλα στο όνομα της υπαρκτικότητας. Επιβάλλομαι άρα υπάρχω. Όπως μπορώ, με όποιο μέσο, με όποιο τίμημα. Και η μια άκρη της Μεσογείου μάτωσε.
Κι αφήσαμε τον κόσμο στους δικτάτορες. Κι αφήσαμε τον κόσμο. Κι αφήσαμε. Και το φως ξεβράζει κορμιά σκοτωμένων. Σε όποιον πόλεμο. Το φανερό στη Λιβύη. Τον άλλον τον άδηλο, παντού. Εκείνον που ζουν όσοι δεν έχουν να φάνε, από την Τυνησία και την Αλγερία μέχρι την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Από τον Οκτώβριο μέχρι τώρα οι τιμές των τροφίμων ανέβηκαν 15%, καινούριοι φτωχοί 44 εκατομμύρια άνθρωποι, λέει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Κι αφήσαμε τον κόσμο στους τεχνοκράτες. Κι αφήσαμε τον κόσμο στους τραπεζίτες. Κι αφήσαμε τον κόσμο δίχως ποιητές. Γιατί ποιητής μπορεί να είναι και ο τεχνοκράτης κι ο τραπεζίτης κι ο επιχειρηματίας, άμα νοιάζεται τα νούμερα κι οι δείκτες του να είναι για του ανθρώπου το καλύτερο. Κι αφήσαμε τον κόσμο χωρίς ποιητές, χωρίς εκείνους που πιάνουν την πέτρα και την κάνουν ψυχή, χωρίς εκείνους που πατάνε τα πλήκτρα της αλήθειας και βγαίνει μουσική. Κι αφήσαμε τον κόσμο χωρίς παρηγοριά κι ελπίδα. Γιατί το φως είναι πάνω μας, φωτίζει τα μαλλιά μας, να πέρναγε και μέχρι το μυαλό...Να 'φτανε και μέχρι την καρδιά...
Κι αφήσαμε τον κόσμο να ματώνει στις οθόνες που φωνασκούν και λεηλατούν το πένθος του. Τον αφήσαμε στο έλεός του. Και παρακολουθούμε που τον αφήσαμε.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 25 Φεβρουαρίου 2011)