Η μηχανική της (λογοτεχνικής) πραγματικότητας

«…Κι εκείνος μιλούσε μέσα του σ’ αυτή την περίεργη Εσπεράντο με την οποία η ψυχή συνδιαλέγεται με τον εαυτό της…»


Είναι ένας συγγραφέας που δουλεύει τα κείμενά του σαν μηχανικός. Με τέτοια επιμέλεια και «τεχνική». Αρθρώνει το μυθιστορηματικό του λόγο στήνοντας διαδοχικούς μαιάνδρους ανάλυσης της ιστορίας που πραγματεύεται και δαιδάλους συμπύκνωσης του περιεχομένου του, κάθε φορά.

Το ίδιο έπραξε και πάλι. Ο Αλέξης Σταμάτης στο μυθιστόρημά του «Βίλα Κομπρέ» που κυκλοφορεί ήδη, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, επιχειρεί να ξεδιπλώσει την εσωτερική προσωπική οδύσσεια ενός νέου άνδρα –του Θάνου- επαρχιώτικης καταγωγής που ζει στην Αθήνα τα τελευταία έντεκα χρόνια και με αφορμή το θάνατο του πατέρα του, αναγκάζεται να επιστρέψει στη σχέση αυτή με το γονιό του (ολομόναχος πια) και να τη διερευνήσει για να απαλλαγεί από τον πόνο της. Το βιβλίο ξεκινά κάπως χλιαρά, αμήχανα και άνευρα για να βρει το ρυθμό του μετά το δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους. Το περιβάλλον της ίδιας της Βίλας Κομπρέ θυμίζει έντονα Κάρολο Ντίκενς και η έγκλειστη πυργοδέσποινά του με τη νεαρή φυλακισμένη δίπλα της ύπαρξη, την Εσθαλία, φέρνουν στο νου τη Μις Χάβισαμ και την Εστέλλα από τις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς. Ακόμη και το καναρίνι του κεντρικού ήρωα, του Θάνου, από το μυθιστόρημα του Σταμάτη, έχει το όνομα του Πιπ του μικρού πρωταγωνιστή των Μεγάλων Προσδοκιών.

Μόλις η γραφή του Σταμάτη βρίσκει το ρυθμό της κυριολεκτικά απορροφά τον αναγνώστη, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα προηγούμενα βιβλία του. Πολύ έντονη ήταν η αίσθηση αυτή τόσο στην Οδό Θησέως όσο και στη Μητέρα Στάχτη να θυμίσω. Με εντυπωσίασε ο τρόπος που χειρίζεται την ιστορία και την εξέλιξή της, οι ανατροπές που επιφυλάσσει στον αναγνώστη, καθώς και το κατά κάποιον τρόπο παράδοξο επίτευγμά του να αναπαριστά τόσο πειστικά και ελκυστικά για τον αναγνώστη την αφρικανική ήπειρο και τη ζούγκλα. Μπορώ να πω ότι τα σημεία που αφορούν τη ζούγκλα είναι εκείνα που ξεχωρίζουν λογοτεχνικά σε ό,τι αφορά το στιλ της γραφής, το ρυθμό που έχουν αλλά και τη γοητεία που ασκούν. Κατώτερες αρκετά εκείνες οι περιοχές του βιβλίου που έχουν να κάνουν με το χωριό του Θάνου, κατά τη γνώμη μου. Ο τρόπος που κλιμακώνεται η πλοκή είναι πραγματικά αριστοτεχνικός και στο τέλος μένεις με τη μεγάλη ένταση που σου έχει διοχετεύσει ο ήρωας και ο ταραγμένος ψυχισμός του.
(Μικρές αστοχίες στην επιμέλεια του κειμένου, χρήση κάποιων λέξεων που παραπέμπουν σε πιο τεχνοκρατικό και ξύλινο λόγο –ευτυχώς αυτό απαλύνεται από πιο ποιητικές και λίγο σπάνιες λέξεις και φέρνει μια ισορροπία στο κείμενο- που χαλούν κάπως το ρυθμό και τη ροή και αλλοιώνουν το στιλ του δημιουργού, είναι τα σημεία που «σκόνταψα» εγώ προσωπικά και που δεν είναι απαραίτητο να "σκοντάψει" κάποιος άλλος.)

Πάντως, νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα για το Σταμάτη να προχωρήσει σε μια υπέρβαση των ήδη πεπραγμένων του στη λογοτεχνία. Δεν έχει πετύχει κάτι εύκολο μέχρι τώρα, ίσα-ίσα. Οι κατακτήσεις του αποτελούν και το ζητούμενο για να πάρει τα πάνω της η νεοελληνική μυθιστοριογραφία, δηλαδή: δομή, χαρακτήρες, πλοκή, γλώσσα μεστή, ενδιαφέρουσα ιστορία, εμβάθυνση περιεχομένου. Πόσοι από τους σύγχρονους λογοτέχνες τα διαθέτουν; Και πόσοι τα ξεπερνούν αφού τα έχουν ήδη κάνει κτήμα τους;

Ο Αλέξης Σταμάτης έχει καταφέρει να υπερβεί την ποιητική του φύση –κατά την απολύτως προσωπική μου άποψη- μετατρέποντάς τη σε μια μεταφυσική αχλύ που περιβάλλει ατμοσφαιρικά τα μυθιστορήματά του και να τη θέσει στην υπηρεσία μιας πλήρους ισορροπίας στη δομή των έργων του. Έχει πετύχει μια σεβαστή αρμονία, αναμφίβολα. Κάτι που οι αναγνώστες του ακόμη κι όταν δεν είναι σε θέση να αναλύσουν, το εισπράττουν και ανταποκρίνονται αναλόγως.

Ωραία μέχρι εδώ. Έχει φτάσει σε ένα σοβαρό επίπεδο. Ακριβώς αυτό είναι που θα πρέπει να τον προβληματίσει για να κατορθώσει να πάει παρακάτω, χωρίς να επαναλάβει τον εαυτό του και χωρίς να επαναπαυτεί σε δάφνες. Οι μέχρι τώρα κατακτήσεις του μοιάζει να έχουν πραγματοποιηθεί από τον ίδιο με «χειρουργική» ακρίβεια, νηφαλιότητα (δηλαδή καθαρότητα λογοτεχνικού βλέμματος) και ψυχραιμία. Θεωρώ ότι αυτό ακριβώς πρέπει να ξεπεράσει τώρα: να επιχειρήσει κάτι πιο «λοξό», κάτι παρακινδυνευμένο, κάτι που θα «θολώσει» αυτή τη ματιά και θα αναταράξει τα ήδη ξεκάθαρα λογοτεχνικά νερά του. Κάτι που θα τον βγάλει από εκεί που έχει τοποθετήσει ο ίδιος και οι αναγνώστες του τη συγγραφική του προσωπικότητα. Η ανάδυση μια εμμονής ή τέλος πάντων κάτι που θα αποκαλύψει την ψυχή του συγγραφέα (όχι του ανθρώπου, επιμένω, αλλά του δημιουργού). Αυτό μου λείπει μέχρι τώρα. Τότε θα επιβεβαιώσει τη δυναμική της υπόστασής του ως μυθιστοριογράφου για μένα: κλονίζοντας βεβαιότητες, απαρνούμενος «κεκτημένα», παλεύοντας με τις λέξεις αλλιώς.

Νομίζω ότι ο χρόνος είναι υπέρ του, καθώς βρίσκεται σε μια εποχή ωριμότητας. Μπορεί να ανασκάψει λίγο πιο βαθιά στην ίδια την Τέχνη του. Έχει άλλωστε τα φόντα. Τότε τα βιβλία του θα πάψουν να είναι μόνο άρτια, καθ’ όλα τα τυπικά στοιχεία –και ζητούμενα, επισημαίνω και πάλι για τη σύγχρονη δημιουργία-, λογοτεχνήματα που τροφοδοτούν μια καλή πάστα αναγνωστών τώρα, αλλά θα έχουν τη δυνατότητα να περάσουν και στο μέλλον αποκαλύπτοντας καινά (και όχι κενά) σημεία της λογοτεχνικής δημιουργίας. Εδώ είναι η ευκαιρία του να βουτήξει σε άλλα νερά πιο βαθιά. Η πρόκληση τον περιμένει. Άλλωστε αυτή δεν είναι η μαγεία της λογοτεχνίας;

Όπως υπέροχα γράφει και ο ίδιος στη «Βίλα Κομπρέ», «…Ο άνθρωπος αληθεύει απ’ τη στιγμή που έχει να μεταβιβάσει ένα μήνυμα σ’ εκείνον που έρχεται ύστερα απ’ αυτόν…»