Η υγρασία της θηλυκής σκέψης και η …ευαισθησία του τρόμου
Εκείνο που αγαπώ περισσότερο στο σύμπαν της ανάγνωσης, είναι οι υπόγειες διαδρομές –εκείνες οι μη προφανείς δαντελωτές στοές που φέρνουν τον ένα συγγραφέα να συνομιλεί μυστικά και αδιόρατα με τον άλλον* που βάζουν τις λέξεις σε τέτοια σειρά ώστε αυτές σαν σιδηροτροχιές κυλάνε τη λογοτεχνία στις ράγες της, από βιβλίο σε βιβλίο, από λεκτικό πεδίο σε συναισθηματικό τοπίο, από άνθρωπο σε άνθρωπο, από ψυχή σε ψυχή, από κείμενο σε κείμενο. Μοιάζει αυθαίρετη διαδρομή, αλλά ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι πράγματι είναι;
Από τη Βιρτζίνια Γουλφ στην Έντνα Ο’ Μπράιεν (θα προτιμήσω εδώ το όνομα της δεύτερης να αναγράφεται όπως και στη γλώσσα της, δηλαδή Edna O’ Brien), με μια στάση προηγουμένως στη Μαρία Μήτσορα. Φυσικά, μιλώ για τα τρία τελευταία κείμενά μου στη Φιλολογική Βραδυνή και τον ιστό που διακρίνω να τα ενώνει: γυναικεία λογοτεχνία με όλη τη σημασία του λόγου με όλη την ευαισθησία, αλλά και τη σκληρότητα όχι μόνο της γυναικείας φύσης, αλλά της θηλυκής όψης της ζωής. Αφορμή παίρνω από το βιβλίο της Edna O’ Brien, με τίτλο «Στο δάσος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Αλεξάνδρας Κονταξάκη. Ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε μια πραγματική φρικώδη ιστορία που η ιρλανδή δημιουργός στήνει με τόση μαεστρία και τέχνη, ώστε αποκαλύπτει όλες τις πτυχές –ή έτσι αισθάνεται ο αναγνώστης- μιας ανατριχιαστικής τραγωδίας. Και η ίδια έχει μελετήσει ιδιαίτερα την αρχαία ελληνική τραγωδία, όπως και τον Τζέιμς Τζόις και το Σέξπιρ και τον Αισχύλο. Όταν ερωτάται από δημοσιογράφο σε συνέντευξη στην Observer το 2002 ποιον από τους τρεις θα διάλεγε, εκείνη προτιμά να συνθέσει μια «αγία» τριάδα για τη λογοτεχνία με τους τρεις τους αδιαίρετους. Αν και στην ίδια συνέντευξη η O’ Brien λέει ότι «News stories are anathema to fiction» (Οι ιστορίες των ειδήσεων είναι ανάθεμα για το μυθιστόρημα), κατορθώνει «Στο δάσος», χρησιμοποιώντας εναλλαγές μονολόγων –σαν και κείνους της Βιρτζίνια Γουλφ σε εμβρίθεια και παραστατικότητα, μόνο πιο καλά διακεκριμένους στην εξέλιξη της αφήγησης- να αναπαραστήσει τόσο πειστικά και συνάμα μυθιστορηματικά το υγρό δάσος του φόβου που αποτελεί τον τόπο δολοφονίας τριών ανθρώπων από ένα νεαρό παιδί. (Αυτή την ίδια γοτθική υγρασία νιώθει ο αναγνώστης διαβάζοντας το περίεργο και υποβλητικό σκηνικό που κατασκευάζει στο δικό της βιβλίο «Με λένε Λέξη» η Μαρία Μήτσορα, γι’ αυτό και η παραπάνω αναφορά στις υπόγειες διαδρομές που συγκλίνουν στα γοητευτικά μονοπάτια της ανάγνωσης. Είναι η αχλύ του τρόμου και η πάχνη του κακού που καραδοκεί για να χτυπήσει όχι μόνο τους ήρωες μιας φανταστικής ιστορίας, αλλά κυρίως την ίδια τη ζωή.)
Αν και όλοι θυμούνται το «Εν ψυχρώ»(In cold blood) του Truman Capote και την τομή που επέφερε στη λογοτεχνική –αλλά και τη δημοσιογραφική, γιατί όχι;- γραφή των μέσων του περασμένου αιώνα, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια άλλη περίπτωση. Η συγγραφέας καταφέρνει να αναπαραγάγει ένα τόσο βαθύ συναισθηματικό και ψυχολογικό τοπίο τόσο του δολοφόνου –και της παιδικής του ψυχής- όσο και των θυμάτων, δίνοντας ταυτόχρονα μια άλλη μυσταγωγική και υποβλητική, αλλά μαζί και τρομακτική εικόνα της ιρλανδέζικης επαρχίας, χωρίς να καταφεύγει στην πιο μινιμαλιστική και αυστηρά δημοσιογραφική φόρμα του Capote. Η Edna O’ Brien με γλαφυρή γλώσσα δεν σκιαγραφεί απλώς, αλλά μπαίνει βαθιά στην ψυχή του νεαρού που οδηγείται στον τριπλό φόνο, ακολουθώντας την πορεία του και τις φρικτές ταλαιπωρίες του σε ένα αναμορφωτήριο μέχρι εκείνη τη στιγμή των εγκλημάτων. («…Είναι σαν να γυρεύουμε όλοι έναν λυκάνθρωπο που αφήνει τ’ αχνάρια του κι εξαφανίζεται. Τώρα το ερώτημα είναι, θα τον πιάσουμε ποτέ; Μήπως έχει υπερφυσικές δυνάμεις; Γιατί αυτό λέγεται. Η αλήθεια είναι ότι όλοι τρεφόμαστε απ’ τις φοβίες μας, άντρες και γυναίκες, βρίσκουμε καταφύγιο στην εθελοτυφλία σαν να επρόκειτο για σκοτεινή σπηλιά…») Ο κοινός τόπος είναι το δάσος. «…Εκείνο τον καιρό ήταν που το δάσος έχασε το παλιό του όνομα και την παλιά του αθωότητα στις καρδιές των ανθρώπων…». Εκείνο των παραμυθιών μας. Μόνο που εδώ είναι σκιώδες και τρομακτικό γεμάτο από λύκους, στο μυαλό του μικρού ήρωα που πονά και πάσχει και αφαιρεί τελικά ζωές αθώων ανθρώπων. Κι εκείνος είναι ένα «αθώο θύμα» της ψυχής του που βάλλεται ανεπανόρθωτα, όταν η μητέρα του πεθαίνει «…Ένα παιδί και η μητέρα του είναι ένα…». Ο δρόμος προς το αναμορφωτήριο θα είναι χωρίς επιστροφή για κείνον. «…Ήταν παιδί δέκα και έντεκα και δώδεκα χρονών, και μετά έπαψε να ‘ναι, γιατί είχε μάθει τις σκληρές αλήθειες που του δίδαξαν στα μέρη που είχαν ονόματα αγίων…Ονειρευόταν ότι το έσκαγε γιατί αν το ονειρευόταν θα συνέβαινε…»
Αυτό που πετυχαίνει η συγγραφέας, είναι ότι δεν προσβάλλεται η μνήμη των πραγματικών θυμάτων –άλλωστε στη μνήμη τους αφιερώνεται και το ίδιο το βιβλίο της- με τον τρόπο που παρουσιάζει την εξέλιξη του μικρού παράνομου που θα γίνει εντέλει στυγνός δολοφόνος. Ο αναγνώστης «συμπάσχει» κάποτε όχι μόνο με τα θύματα και την τραγική γνώση του τέλους τους που πλησιάζει, αλλά και με τον θύτη-θύμα του εαυτού του και των συνθηκών που αναγκάστηκε να ζήσει από ένα παιδικό ολίσθημα, την κλοπή ενός όπλου. «…Με πιάνουν φοβερές μελαγχολίες και μοναξιές…οι άνθρωποι μου αφήνουν έξω απ’ το σπίτι τους ψωμί και γάλα σαν να ‘μουνα σκυλί…» Αυτή η «συμπάθεια», χαρακτηριστικό των τραγωδιών, είναι σμιλευμένη με εξαιρετικό ταλέντο και προσοχή, βασισμένη εντελώς στην επιστήμη της ψυχολογίας και θέτοντας στο σκόπευτρό της την ακριβή απόκτηση της ανθρωπιάς μέσα μας. «…Η Ίλι ξέρει ότι τον έχει αγγίξει, ότι έχει αγγίξει εκείνο τον ανθρώπινο πυρήνα μέσα του που, όπως πιστεύει, είναι υπαρκτός σε όλους τους ανθρώπους… ο φόβος που κυλούσε στο αίμα της και στο μυαλό της κυλά τώρα και μέσα του κι ότι τώρα το θέμα είναι να αγγίξει το παιδί που κρύβει μέσα του, το παιδί ξεκομμένο από την οργισμένη νιότη…»