Το σκοτεινό ταξίδι στα βάθη του Κακού
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο, 9/2/2008)
Φαινομενικά πρόκειται για απλούς καθημερινούς ανθρώπους. (Αλήθεια, υπάρχει αυτό που συχνά και χωρίς φειδώ ονομάζουμε «απλός καθημερινός άνθρωπος»;) Με τα προβλήματα και τις προσωπικές τους έγνοιες και αγωνίες ο καθένας* άλλος για την επιβίωσή του, άλλος για τη ζωή του που πέρασε χωρίς ευτυχία, άλλος για τα γηρατειά που του χτυπούν την πόρτα και του στερούν τις φυσικές δυνάμεις, άλλος για το χρήμα και την εξουσία που λαχταρά. Κοινή συνισταμένη όλων είναι η όψη του Κακού που καθρεφτίζεται, δοθείσης και της ανάλογης ευκαιρίας, στα μάτια και τις πράξεις τους.
Ο λόγος φυσικά γίνεται για τους ήρωες ενός πολύ γνωστού έργου της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας, το «Λεβιάθαν» του Julian ή Julien Hartridge Green (1900-1998) που γράφτηκε το 1929, χάρισε φήμη και αναγνώριση στο νεαρό τότε δημιουργό του (αφού κέρδισε το βραβείο Harper), και κυκλοφορεί τώρα σε μία νέα έκδοση από την Ηλέκτρα σε μετάφραση Παβίνας Νιτσοπούλου. Η βιβλική λέξη «Λεβιάθαν» απαντάται στην Αγία Γραφή είτε με την έννοια του θαλάσσιου κήτους είτε με την εβραϊκή σημασία του ερπετού, φιδιού που αποτελεί απεικόνιση του διαβόλου και των σκοτεινών του δυνάμεων. Ως τίτλος του βιβλίου, δικαιολογείται άριστα από το μέσον της αφήγησης κι έπειτα, αφού ο συγγραφέας υπακούοντας σε έναν εσωτερικό αφηγηματικό ρυθμό απολύτως δικό του, ξεδιπλώνει τις πτυχές της ιστορίας αργά και βασανιστικά, αλλά με ενδιαφέρον για τον αναγνώστη. (Κάτι μου λέει ότι αυτός ο κλασικός συγγραφέας, αν ζούσε σήμερα και προσπαθούσε να εκδώσει το εν λόγω έργο, μάλλον θα συναντούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες και θα πετάγονταν στον κάλαθο των αχρήστων το πόνημά του, αποδεικνύοντας στο έπακρο την παθογένεια των σύγχρονων εκδοτικών πρακτικών.) «…κάθε φορά που επιθυμούσε έντονα κάτι, ήταν σίγουρος ότι δεν θα το αποκτούσε ποτέ…»
Ο δημιουργός, δίγλωσσος, αφού γεννήθηκε στο Παρίσι από αμερικανούς γονείς με ρίζες ιρλανδικές, γι’ αυτό και ο διττός τρόπος γραφής και εκφοράς του ίδιου του ονόματός του, επικεντρώνει τις αφηγηματικές του δυνάμεις στο να αποδώσει όσο το δυνατόν καλύτερα την ψυχολογία των ηρώων του και να ανακαλύψει πρώτα ο ίδιος και στη συνέχεια να αποκαλύψει στους αναγνώστες του τα βαθύτερα κίνητρα των πράξεών τους. Και το κάνει αυτό με τεράστια υπομονή και εμμονή φυσικά. «…Τι παράξενη κι αυτή η φειδώ του χρόνου, που κατανέμει τα βάσανά μας στις ώρες και στις ημέρες και δεν μας δίνει παρά λίγο κάθε φορά, μεριμνώντας θαρρείς να μη μας ξεκάνει υπερβολικά γρήγορα…» Τα βαθύτερα ένστικτα, κυρίως η σεξουαλικότητα, το ερωτικό πάθος, αλλά και η εμφάνιση του Κακού στις ζωές και τις ψυχές των πρωταγωνιστών του «Λεβιάθαν», αποτελούν θέματα που ελκύουν ιδιαίτερα τον Julien Green στο έργο του εν γένει. «…Αυτό που αφήνουμε για πάντα πίσω μας όταν ερωτευόμαστε ένα άλλο πλάσμα, είναι η ελευθερία μας ολόκληρη* η επιθυμία μπορεί να σβήσει, το πάθος να πεθάνει ολότελα, αλλά στο βάθος της καρδιάς απομένει κάτι αδιαπραγμάτευτο, κάτι που μπορεί κανείς να δώσει, όχι όμως και να ξαναπάρει. Ο άνθρωπος που αγαπά έχει πουλήσει την ψυχή του και μάταια το μίσος επιδιώκει να πάρει τη θέση της αγάπης* έως τον θάνατο ανήκουμε σ’ αυτού που αγαπήσαμε…»
Ο ψυχολογικός ρεαλισμός που του αποδίδουν, αλλά και οι επιρροές από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και την αμερικανική λογοτεχνία, αποτυπώνονται πλήρως στη γοτθική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος. Ο Green βλέπει και επομένως αναπαριστά τη γαλλική επαρχία από τη σκοτεινή της πλευρά απολύτως.
Η αυστηρή πυργοδέσποινα είναι μια νευρωτική πρώτης τάξεως και ερωτευμένη μάταια με τον πλέον ακατάλληλο άνθρωπο. Η ζουμπουρλή ομορφονιά πλύστρα είναι το αντικείμενο του πόθου πολλών, αλλά και η σπίθα που θα γίνει πυρκαγιά και θα κάψει τον ήσυχο κατά τα άλλα δάσκαλο. Ο υπεράνω υποψίας πολίτης –αυτός ο «απλός και καθημερινός» που λέγαμε- θα σκοτώσει αναίτια έναν ανυποψίαστο γέροντα. Η φαινομενικά αδιάφορη ταβερνιάρισσα αποδεικνύεται μια αδίστακτη προαγωγός ακόμη και ανήλικων κοριτσιών. Όλο αυτό το κοινωνικό πλέγμα υφίσταται τη μεγαλύτερη διάβρωση εξαιτίας του Κακού που ξεκινάει από τον ερωτικό πόθο ενός παντρεμένου ξεπεσμένου μικροαστού. Αυτή η ρωμαιοκαθολική ιδεοληψία είναι που διαπερνά και το «Λεβιάθαν», αλλά και άλλες πτυχές του έργου του συνολικά. Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας μετά τον Προτεσταντισμό ασπάστηκε το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα, για να το εγκαταλείψει προσωρινά για το Βουδισμό και να επιστρέψει αργότερα όμως και πάλι στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ο Green προσπαθεί λυσσαλέα να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση βαθύτερα. Γι’ αυτό και τραβάει τις ζωές των «φιλήσυχων απλών και καθημερινών» ηρώων του στα άκρα, μήπως και κατορθώσει και ατενίσει μια στάλα ίσως από την αλήθεια που διέπει την ύπαρξη. «…Ιδού, λοιπόν, πού οδηγούσε τον άνθρωπο η άγνοια του ίδιου του εαυτού: σε μια γελοία επίδειξη αξιοπρέπειας…» Και δεν απέχει και πολύ απ’ αυτό, ίσα ίσα ανοίγει μια χαραμάδα στις ψυχές των μυθιστορηματικών του χαρακτήρων, που μας επιτρέπει να κρυφοκοιτάξουμε όλα κείνα που φοβόμαστε ή κατακρίνουμε με απέχθεια, από την ασφάλεια της μη εμπλοκή μας.
Σκεφτόμουν ότι ένας σύγχρονος αναγνώστης θα μπορούσε να του προσάψει το γεγονός ότι αναλύει υπερβολικά τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών του, μέσα από έναν ιδιότυπο μονόλογο που μουρμουράει συνεχώς ο συγγραφέας για τα δημιουργήματά του. Εγώ πιστεύω ότι ακριβώς σε αυτό το στοιχείο είναι που έγκειται η αξία του έργου του, δηλαδή στην ψυχολογική διάσταση και το ρυθμό εκείνο των αισθημάτων που δίνει στην ίδια του την αφήγηση. Όσον αφορά την τοπιογραφία και την ανθρωπογεωγραφία που ξεδιπλώνει μέσα από την πρόοδο της ιστορίας του, κάνει εντύπωση ο τρόπος που χειρίζεται τις λυρικές, τρόπον τινά, περιγραφές, αφού χαρακτηρίζονται από μια ιδιότυπη και διόλου ξεπερασμένη οπτική, απολύτως προσωπική δική του.