Στη γειτονιά μου την παλιά...

(Αφιερωμένο εξαιρετικά στη Σούλα και την κυρά Βαγγελιώ που ταλαιπωρούνται αυτόν τον καιρό και τις σκέφτομαι)



Όταν άνοιξα αυτό το μπλογκ ούτε λεφτά ήθελα να βγάλω ούτε να εκδώσω βιβλία ούτε να εκμεταλλευτώ το διαδίκτυο για κανένα άλλο όφελος παρά ένα και πολύ σημαντικό: να νιώσω ότι γειτνιάζω με κάποιους -όπως μου συνέβαινε παλιά στο μικρό χωριό μου- και μπορώ να μιλήσω μαζί τους σαν άνθρωπος για τα μικρά τα καθημερινά αλλά και τα άλλα τα μεγάλα, αλλά πάντα ανθρώπινα. Εξακολουθώ να μην θέλω να βγάλω λεφτά ή να κερδίσω οτιδήποτε άλλο από το διαδίκτυο παρά ένα: να βρίσκω την παρηγοριά ότι υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που νοιάζονται για τους άλλους, το γράφουν και το δείχνουν αυτό. Βέβαια, διάλεξα τη λογοτεχνία ως δίαυλο αυτής της επικοινωνίας, γιατί αυτό αγαπώ περισσότερο στη ζωή μου.

Η λογοτεχνία με συνδέει με τη Σούλα και την κυρά Βαγγελιώ και τον κύριο Πρέσβη. Το ίδιο πάθος, με τους γείτονες που μας έχουν σταθεί παραπάνω από γείτονες στους θανάτους και τις χαρές, στις καλημέρες και τις καληνύχτες μας. Σήμερα, μιλούσα με τη μαμά μου στο τηλέφωνο που φυσικά η γυναίκα ουδεμία σχέση έχει με τα ιστολόγια και τις λογοτεχνίες και τα τοιαύτα, και μου είπε "Η Σούλα σε διαβάζει στο ίντερνετ. Και μου είπε ότι κάθε φορά που θέλει να δει τη γειτονιά της, μπαίνει στο μπλογκ σου-πώς το λες, βρε παιδάκι μου αυτό- και μαθαίνει τα νέα από τη γειτόνισσα". Η Σούλα ζει στο Πορτοχέλι πια κι εγώ στην Αθήνα.

Ο συνδετικός μας κρίκος και η βάση μας παραμένει το πατρικό μας σπίτι, η γειτονιά μας, εκεί που ζουν μόνοι οι γονείς μας. Οι δικοί της γονείς, η κυρά Βαγγελιώ και ο κύριος Πρέσβης, διαβάζουν λογοτεχνία και ξέρουν να μιλούν τόσο όμορφα γι' αυτή. Παλιά δάνειζαν βιβλία στην αχόρταγη βιβλιοφάγο γειτόνισσά τους. Τους το χρωστάω αυτό. Και δεν το ξεπληρώνω, έτσι για να έχω ανοιχτούς λογαριασμούς μ' αυτούς τους τόσο όμορφους ανθρώπους.

Η Σούλα ήταν μεγαλύτερη από μένα. Την κοιτούσα να παίζει στο δρόμο "σκα σκα" -το θυμάται κανείς αυτό το παιχνίδι με το τραγουδάκι;-, ερχόταν και μου μάθαινε καμιά φορά κι εμένα. Εγώ ταμπουρωμένη από μικρή στο μπαλκόνι μου, ατένιζα από εκεί πάνω τους πάντες. Σπάνια κατέβαινα να αναμειχθώ μαζί τους, αν και αυτό επιθυμούσα πάντα. Ίσως, βέβαια, αν έπαιζα τότε εκεί κάτω μαζί τους, σήμερα να μην έγραφα γι' αυτό, να μη σήμαινε για μένα τίποτε πια, παρά ένα ξεχασμένο παιδικό παιχνίδι.

Την εφηβεία της Σούλας κατάλαβα πρώτα παρά τη δική μου. Ο Παπακωνσταντίνου έπαιζε στη διαπασών στη γειτονιά και ήξερα ότι κάποτε θα ακολουθούσα κι εγώ. Αργότερα ήρθαν οι σπουδές της, ο γάμος της. Ήμουν εκεί. Αυτή τα έκανε όλα νωρίτερα, άνοιγε το δρόμο για τους άλλους.
Αλλά υπήρχε ένας δρόμος που όσο κι αν τον άνοιγε κι αυτή και η κυρά Βαγγελιώ και ο κύριος Πρέσβης -τίτλος τιμής που του ανήκει δικαιωματικά, παρόλο που τον απέδωσε μόνος του στον εαυτό του και μετά εμείς τον υιοθετήσαμε ευχαρίστως-, δεν τους ακολούθησε ποτέ κανείς σ' αυτόν, γιατί φαίνεται δεν ήταν ικανός. Ο δρόμος να φτάνουν στην ψυχή μας και να λέμε ότι σαν την Βαγγελιώ και τη Σούλα και τον κύριο Πρέσβη κανείς δεν μας έχει σταθεί.

Ένα Πάσχα που πενθούσαμε τον έναν παππού, κλειδωμένοι σπίτι μας, η κυρά Βαγγελιώ με τη Σούλα χτύπησαν την πόρτα να φέρουν φαγητό. Μόνο εκείνοι το σκέφτηκαν, μόνο εκείνοι το έκαναν.
Αν μια νύχτα το φως σου καίει, θα χτυπήσει το τηλέφωνο να σε ρωτήσουν, αν είσαι καλά ή κάτι σου συμβαίνει. Αν μια μέρα δεν σε δουν στο σπίτι σου, θα χτυπήσει το τηλέφωνο να δουν τι κάνεις. Γείτονες.

Αυτό μου λείπει εδώ στην Αθήνα. Το νοιάξιμο για τον άλλον. Το να ξέρει ο διπλανός αν ζεις ή αν πεθαίνεις.

Στη γειτονιά μου την παλιά έχω κάτι φίλους που μου χτυπούν την πόρτα με αγάπη και χαίρομαι που αυτό το μπλογκ κατορθώνει να με φέρνει μια στάλα πιο κοντά τους, χωρίς φανφάρες, κούφια λόγια και ψεύτικες υποκριτικές καλοσύνες.

Η χειροποίητη γειτονιά που με μεγάλωσε δεν θα πεθάνει, αν δεν τη αφήσω.
Η κυρά Σοφία που με κρατούσε σπίτι της και δάκρυζε μαυροφορεμένη για το χαμένο της γιο και με άφηνε μικρούλα να φάω αμύγδαλα που έσπαγε για τα κόλλυβα, μέχρι να αρρωστήσω, και όλο ρωτάει τα νέα μου.
Στη γειτονιά μου έχει πάντα ανθρώπους.


Υ.Γ. Αν υπάρχει κανείς από το Μπαζάρ των Δρόμων Ζωής που αγόρασε τα βαζάκια με το τουρσί μου, θα μου πει, αν τρώγονταν και ήταν της προκοπής;