Ένα οδοιπορικό στα χνάρια του Πιέρ Πάολο Παζολίνι
«...Εσύ ποιητή που δεν θέλεις/
να κρυφτείς πίσω από τα κλεισμένα μάτια,/
κοίτα, κοίτα καλά και πρόσεχε,/
είμαστε εμείς εκείνοι οι νεκροί που ζουν ακόμα...»
(Πιερ Πάολο Παζολίνι, 1922-1975)
να κρυφτείς πίσω από τα κλεισμένα μάτια,/
κοίτα, κοίτα καλά και πρόσεχε,/
είμαστε εμείς εκείνοι οι νεκροί που ζουν ακόμα...»
(Πιερ Πάολο Παζολίνι, 1922-1975)
Σαν Ρέμο, Ριβιέρα ντι Πονέντε, Γένοβα, Πορτοφίνο, Σάντα Μαργκερίτα, Ραπάλο, Λα Σπέτσια, Λέριτσι, Τσινκουάλα, Φόρτε ντέι Μάρμι, Βιαρέτζο, Τιρέντα, Λιβόρνο, Τοσκάνη, Λάτσιο, Φρέτζενε, Όστια, Νάπολη, Ίσκια, Κάπρι, Βάλο Λουκάνο, Μαρατέα, Συρακούσες, Πακίνο, Τάραντας, Ρόντι Γκαργκάνικο, Πεσκάρα, Σαν Μπενεντέτο, Ρίμινι, Σενιγκάλια, Κατόλικα, Πόρτο Κορσίνι, Βενετία, Τεργέστη.
Όλοι αυτοί οι προορισμοί διανυθέντες σε ένα καλοκαίρι. Εκείνο του 1959. Με ένα Fiat Millecento. Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι ως ειδικός απεσταλμένος του περιοδικού Successo, το οποίο δημοσίευσε σε τρία συνεχόμενα τεύχη, "Το μακρύ ταξίδι της άμμου» και το ανέσυρε από τη λήθη του χρόνου ο δημοσιογράφος και φωτογράφος Φιλίπ Σεκλιέ. Μαζί με το ανέκδοτο υλικό του Παζολίνι από το εν λόγω ταξιδιωτικό ημερολόγιο, ο Σεκλιέ «έντυσε» με τις δικές του φωτογραφίες το διαφορετικό αυτό ντοκουμέντο, ακολουθώντας νοερά την ίδια γεωγραφική πορεία με το μεγάλο ιταλό δημιουργό και το παρέδωσε –τουλάχιστον για την ελληνική εκδοχή που τυπώθηκε στη Γαλλία, και κυκλοφορεί στη χώρα μας σε μία κάτι παραπάνω από εξαιρετική, αισθητικά, έκδοση από την Ηλέκτρα, σε μετάφραση Μπουμπουλίνας Νικάκη- στο αναγνωστικό κοινό, αποπνέοντας την αύρα του λόγου και των σκέψεων του 37χρονου τότε Παζολίνι που περιδιάβαινε με την ιδιαίτερη ματιά του την ακτογραμμή της Ιταλίας.
Στα δακτυλογραφημένα αλλά και χειρόγραφα κείμενα του Παζολίνι που παρατίθενται αυτούσια με φωτογραφική πιστότητα, βρίσκει κανείς όλη εκείνη την ανθρωπογεωγραφία ενός κόσμου που βγαίνει λαβωμένος μέσα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσπαθεί να επιβιώσει στις νέες συνθήκες που κυοφορούνται.
Στα δακτυλογραφημένα αλλά και χειρόγραφα κείμενα του Παζολίνι που παρατίθενται αυτούσια με φωτογραφική πιστότητα, βρίσκει κανείς όλη εκείνη την ανθρωπογεωγραφία ενός κόσμου που βγαίνει λαβωμένος μέσα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσπαθεί να επιβιώσει στις νέες συνθήκες που κυοφορούνται.
Ιούνιος, Πορτοφίνο: «...Παύει η αταξία. Οι τιμές γίνονται απρόσιτες: απαγορευτικές για τους μικροαστούς και τους προλετάριους. Όλα είναι ξεκάθαρα, αμιγή: τα σπίτια, είτε λαϊκά είτε πολυτελή, στην πλειονότητά τους από την εποχή του Ουμβέρτου Α΄, συμπαγή σαν φρούρια. Διάφορα λουλούδια ακτινοβολούν με μεγαλοπρέπεια* ούτε το παραμικρό θαμπό ή μαραμένο πέταλο: βουκαμβίλιες και γεράνια φουντώνουν πάνω στους ψηλούς τοίχους και τις βεράντες, λες και κάποιος τα έχει βάψει. Υπέροχες βιολετί στρώσεις, λες και τις έριξε ελεύθερα κάποιος έξοχος καλλιτέχνης πάνω στο μπλε των αναρριχώμενων φυτών, τονισμένες με πορφύρα...»
Το 1959 είναι και η χρονιά που ο Παζολίνι θα γίνει διάσημος έξω από τα στενά όρια της χώρας του, μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματός του «Μια βίαιη ζωή». Αυτή η ίδια «αγριότητα» της αυθεντικότητας του δικού του βλέμματος προς τους ανθρώπους και τη ζωή τους, τόσο απαλή όσο και η άμμος που συνθέτει το αιχμηρό γυαλί, αποτυπώνεται και στο ταξιδιωτικό του αυτό ημερολόγιο –που φυσικά ξεσήκωσε αντιδράσεις στην Καλαβρία, τουλάχιστον, από εθνικιστικές φωνές της εποχής του, αποκαλώντας τον για ακόμη μία φορά εχθρό της πατρίδας του. Οι απεικονίσεις του Σεκλιέ αποδίδουν στις ασπρόμαυρες φωτοσκιάσεις τους και τη δυναμική της οπτικής (πότε στάζει πίκρα πότε μελαγχολία βαθιά και πότε ξεσηκώνει έναν ιδιότυπο διονυσιασμό) του σχετικά πρώιμου Παζολίνι.
Ιούνιος, Ριβιέρα ντι Πονέντε: «...Είναι ο παρδαλός χείμαρρος της ζωής, που έχει πάθει ασφυξία από την επιθυμία να υπάρχει, εδώ, στις υπέροχες παραλίες, ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, να χαρεί το καλοκαίρι, να βάλει τα δυνατά του να είναι ευτυχισμένος, γνήσια ευτυχισμένος, να δει, να τον δουν, μέσα σε μια ερωτική γιορτή...»
Πρόκειται για μέρη που περιπλανήθηκε ο Βοκκάκιος, ο Ντ’ Ανούτσιο, ο Τόμας Μαν, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Είναι η ακτογραμμή που συναντά κανείς τότε το Βισκόντι και την Γκρέτα Γκάρμπο, αλλά και το Φελίνι να γυρίζει μια σκηνή από την «Ντόλτσε Βίτα». Ένα ασπρόμαυρο φόντο για τη ζωή που σφύζουσα εναλλάσσεται μέσα από χρώματα και αποχρώσεις. Μια ασπρόμαυρη εποχή που σε λίγο καιρό θα έδινε τη θέση της στο απαστράπτον χρώμα της ερχόμενης ανθηρής δεκαετίας του ’60. Τότε που στο σελιλόιντ οι ήρωες έπαψαν σιγά σιγά να είναι ασπρόμαυροι κι οι ίδιοι φόρεσαν τα πιο λαμπερά τους χρώματα, απαθανατίζοντας στο πανί μια περίοδο θρυλική για τις τέχνες, τα γράμματα, τον κινηματογράφο και τη μουσική. Ήταν η Εδέμ που αναζητούσαν οι νέοι της εποχής του Παζολίνι. Τώρα, μπορούμε να το δούμε εμείς τουλάχιστον* ότι η Εδέμ είναι εκεί πίσω στο χρόνο. «...Φεύγουν –με το χρέος να είναι τεντιμπόηδες, που αντικαθιστά γα εκείνους το χρέος να είναι καλά παιδιά- προς την Εδέμ, για την οποία δεν ξέρουμε ούτε πού είναι ούτε τι είναι...»
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 6/10/2007)
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 6/10/2007)