Η τρυφερότητα της στιγμής
Καπνός από την Πεντέλη που καίγεται. Κέντρο της πόλης παραδομένο στην γκριζάδα της απουσίας. Σκουπιδοτενεκέδες να χάσκουν μισογεμάτοι απλώνοντας την ευωδία τους. Κάτι ξεχασμένες σιδεριές με πορτοκαλί φωσφωρίζουσες λωρίδες για έργα που προεκλογικά ανακινήθηκαν. Η παρακείμενη οικοδομή με σκουπισμένα μπάζα να σου κρύβει τον ήλιο με το μπετόν αρμέ. Και εκεί στην άκρη του σπασμένου πεζοδρομίου, μια ζαρντινιέρα με λίγη πρασινάδα, αφημένη στη σκόνη του δρόμου.
Ο άντρας με το μελαμψό κορμί που τον κοιτούν κάποιοι καχύποπτα μπας και θέλει να τους πουλήσει τίποτα, περνάει με ένα μπουκάλι πλαστικό και πάει κατά το φυτό. Αδειάζει το νερό με επιμέλεια, με τρυφερότητα. Το ξεπλένει, το ποτίζει. Το κοιτάζει γαληνεμένος μέσα από τα ολόλαμπρα καθαρά του μάτια.
Γαλήνεψα κι εγώ με την τρυφερότητα ενός άνδρα απέναντι σε μια πρασινάδα. Μια στιγμή.
Ο άντρας με το μελαμψό κορμί που τον κοιτούν κάποιοι καχύποπτα μπας και θέλει να τους πουλήσει τίποτα, περνάει με ένα μπουκάλι πλαστικό και πάει κατά το φυτό. Αδειάζει το νερό με επιμέλεια, με τρυφερότητα. Το ξεπλένει, το ποτίζει. Το κοιτάζει γαληνεμένος μέσα από τα ολόλαμπρα καθαρά του μάτια.
Γαλήνεψα κι εγώ με την τρυφερότητα ενός άνδρα απέναντι σε μια πρασινάδα. Μια στιγμή.