"...Εγώ το ξέρω τι ποθείς: ειδικό βάρος στις λέξεις σου..."

(Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι το 14ο κεφάλαιο από το τελευταίο βιβλίο του Θανάση Τριαρίδη, με τον τίτλο "Ich bebe-όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ' άλογα" που βρίσκεται ολόκληρο δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.triaridis.gr/ichbebe/)


Θανάσης Τριαρίδης * Ich bebe

14


Δικαίωσις, 1928




Πήγε, που λες, άγγελος Κυρίου στον Καρυωτάκη
εκείνην την εικοστή του Ιουλίου του είκοσι οχτώ,
την ώρα που ο ποιητής μας είχε κιόλας γυμνωθεί,
έτοιμος πια να μπει στη θάλασσα και να πνιγεί.

«Αδελφέ μου, έρχομαι από τον Ασπρογένη τον Πατέρα» του 'πε,
«για να σου δώσω την Αιώνια Ζωή και το Μέγα Έλεος.
Βγάλε από τον νου σου τον πνιγμό και κάθε άλλη αμαρτία
και σκέψου την κοινωνία των πιστών,
εκεί όπου σωζόμαστε όλοι μαζί χάρη στην αγάπη Εκείνου…
Έτσι θα έρθεις κι εσύ στο Τάγμα των Δικαίων –
εκεί η μιαρή μελαγχολία σου θα γίνει χαρά
και Σεραφείμ και Χερουβείμ θα ψέλνουν Αλληλούια»

Δεν έπεισαν τα λόγια του τον ποιητή τον τζάτζα·
τον κοίταξε με το σταχτί το μάτι του
κι έπειτα τον στόλισε κανονικά:
«Ξεφορτώσου μας, άγγελε Κυρίου –
σε προτιμώ ως Ζέφυρο στους πίνακες του Μποτιτσέλι,
να γέρνεις από το βάρος της λαγνείας, έτοιμος για χαμό οριστικό.
Την Αιώνια Ζωή σου κράτα την για σένα
και το Μέγα Έλεος καλύτερα να μη σου πω τι να το κάνεις.
Γύρνα στον Ασπρογένη σου, λοιπόν,
και μη μου ζαλίζεις τον έρωτα με τους Δικαίους,
γιατί σφόδρα βιάζομαι να γράψω
τις ε ν τ υ π ώ σ ε ι ς ε ν ό ς π ν ι γ μ έ ν ο υ».

Κι ευθύς μπήκε στη θάλασσα,
αφήνοντάς τον σύξυλο τον άγγελο
να τον κοιτά σαν βλάκας.
Πάλεψε μανιασμένα για να πνιγεί –
μα δεν είναι εύκολο να καταφέρεις κάτι τέτοιο·
βουλιάζεις στο νερό μα το στόμα σου γυρεύει την επιφάνεια.
Μετά από δέκα ώρες τον ξέβρασε το κύμα στην ακροθαλασσιά,
γεμάτον με οργή για την ανημποριά του.

Δεν παραιτήθηκε – αυτό δα έλειπε:
όλη τη νύχτα έγραφε το τελευταίο του σημείωμα,
έπειτα φόρεσε κοστούμι και γραβάτα.
Σαν άνοιξαν τα μαγαζιά πήγε στο οπλοπωλείο
κι αγόρασε τα απαραίτητα – μήτε καν πρόφαση
είχε σκεφτεί να πει του οπλοπώλη·
κι έπειτα πήγε στην παραλία, κάτω από τον ευκάλυπτο –
τον γνωστό ευκάλυπτο που θροΐζει στις αλέες.

Τότε φάνηκε ο διάβολος ο ίδιος
με τα κέρατα τα σουβλερά, με τα κόκκινα μάτια
και τα λοιπά αξεσουάρ του.
Κι ευθύς τον άρχισε στο μπούρου μπούρου
και του 'ταξε – αχ και τι του 'ταξε:

«Εγώ δεν είμαι σαν τον άγγελο Κυρίου,
να σου λέω για Τάγματα Δικαίων,
αγάπη του Πατέρα και μπλα μπλα.
Εγώ το ξέρω τι ποθείς:
ειδικό βάρος στις λέξεις σου,
ρίγη λελογισμένης παραφοράς στις καταλήξεις σου –
ίσα για να αναστατώνονται ελαφριά οι κυρίες–
και προπαντός αυτή τη λάμψη που κάνει τους στίχους
να μην ξεχνιούνται, να μην τους παίρνει το αεράκι,
αθανασία εξασφαλισμένη, γκαραντί.
Και υποχρέωση καμιά – απλώς θα 'σαι δικός μου».

Στον βρόντο πήγαν κι οι κουβέντες του διαβόλου·
ο Καρυωτάκης ήσαν και πάλι βιαστικός,
είχε γεμίσει ήδη το πιστόλι και ετοιμάζονταν:
«Άμε στην τρούπα σου, μπαρμπαδιάβολε,
σε προτιμώ στα ποιήματα του Μποντλέρ
θλιμμένο κι αχαλίνωτο, γιομάτο γαλάζια θλίψη·
σήμερα με φλόμωσες στις μπούρδες…
Κι όσα μου λες για το ειδικό βάρος των λέξεων
εγώ τα έχω γραμμένα κανονικά –
εγώ μονάχα θέλω την παρουσία μου
κ ά π ω ς ν α β α ρ α ί ν ε ι.»

Και μια και δυο πυροβολήθηκε στην καρδιά,
σωριάστηκε καταγής, τα χέρια στην κοιλιά,
το ψάθινο καπέλο θαρρείς προσκέφαλο,
έτοιμος πλέον για να τον βγάλουνε
τη γνωστή φωτογραφία της χωροφυλακής
με τα μισόκλειστα μάτια –
έτοιμος η παρουσία του να βαρύνει
πρώτη φόρα σε τέσσερων τον ώμο
και τα λοιπά και τα λοιπά.

Και φρένιαζαν οι άγγελοι και οι διαβόλοι
που φάγανε το σούπερ ζαρτ
από τον τζάτζα τον ποιητή.