Στα άδυτα των μυστικών των λέξεων

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 5/4/2008)


«…Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, κι ανάμεσά τους αφρίζει ένας χείμαρρος, πετάνε λιθάρια, για να πατήσουν επάνω και να αγγίξουν ο ένας τα δάχτυλα του άλλου…»



«…Εν αρχή ην ο Λόγος: Μήπως ο καθένας μας είναι το κρυφό του όνομα στο άπειρο λεξικό του Θεού;
Εν αρχή ην η πράξη: Μήπως ο καθένας μας είναι η πράξη που διαχωρίζει από μία αρχέγονη Ευκτική; Καμιά φορά, παίζοντας, στα όρια, με τον αυτιστικό εαυτό μου, λέω, μήπως είναι όλοι ρήματα; Άλλος στην Ενεργητική, άλλος στην Παθητική φωνή (κι εγώ συχνά στους τετελεσμένους μέλλοντες). Ίσως η Ζωή μας, η Περίληψη του κόσμου μας, η Σκόρπια μας Δύναμη να συνοψίζεται σ’ ένα επιφώνημα: Αχ! Ας μην δύσει ποτέ αυτός ο ήλιος!…»

Διαβάζει ξανά και ξανά ο αναγνώστης τις λέξεις της Μαρίας Μήτσορα και ψάχνει να βρει ποιο ρήμα είναι ο ίδιος και ποιες λέξεις μπορούν να πουν ή να γράψουν τη ζωή του, αν λέγεται κι αν γράφεται η Ζωή με λέξεις… Πρόκειται ίσως για την πιο μυστικιστική –και μαζί γάργαρη και κρυστάλλινη- γραφή απ’ όλες όσες έχουν παρουσιαστεί μέχρι τώρα στη σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα» από τις εκδόσεις Πατάκη που διευθύνει ο Μισέλ Φάις. Είναι το βιβλίο με τίτλο «Με λένε Λέξη» της συγγραφέως Μαρίας Μήτσορα. Και είναι λες και οικοδομεί η δημιουργός μια ιδιότυπη μεταφυσική των λέξεων, στην οποία ο κάθε αναγνώστης μπορεί να επιχειρήσει να καθρεφτιστεί, αναζητώντας το κάτοπτρο της δικής του πραγματικότητας, της δικής τους ζωντανής φαντασίας, της ζωής του εντέλει.

Ο αναγνώστης περιπλανιέται -με το δικό του σακούλι με λέξεις που τις σπέρνει σαν Κοντορεβυθούλης για να μην χαθεί στην άγρια παραμυθητική αφήγηση της Μήτσορα- στις ατραπούς που υφαίνει η ίδια, με σκούρα χρώματα, και έρχεται λίγο πιο κοντά στο σκοτάδι μέσα του. Και άρα γύρω του. «…Έχουμε το σακούλι με τις λέξεις, έχουμε ένα παράξενο σπίτι και μία τόσο βαθιά αμηχανία απέναντι στο ανθρώπινο είδος, ώστε να είναι αποξένωση. Για να δούμε, τι θα βγει; (Το κρυφό χαρτί, το μυστικό σκονάκι, είναι η Παντοδυναμία της Σκέψης.)…»

Την ώρα της καταβύθισης σε αυτόν τον κόσμο του βιβλίου, μάλλον έχεις την εντύπωση ότι σε ρουφούν οι στρόφιγγες μιας «μοιραίας τυχαιότητας» –όσο αδόκιμο κι αν ακούγεται αυτό. Μετά, όταν πάρεις μιαν απόσταση από το ανάγνωσμα και το ξαναδείς λίγο πιο ψύχραιμα –όσο ψύχραιμα μπορεί κανείς να αφήνεται στη μαγεία των λέξεων και των εικόνων τους- ανακαλύπτεις μια πλούσια συνοχή που δικαιολογημένα σε έχει αιχμαλωτίσει σε σχήματα που μπορεί να μην μοιάζουν αρμονικά ή εύρυθμα, αλλά στην ουσία τους είναι. Την εσωτερική αυτή αρμονία φαίνεται ότι την εξασφαλίζει η εύχυμη γλώσσα της συγγραφέως που δημιουργεί ανατρεπτικά ένα γκόθικ μεταφυσικό σκηνικό –πραγματικό αστικό θρίλερ- μέσα στην Καλλιθέα του παρελθόντος, στήνοντας ένα πικρό παραμύθι με το πιο απόκρυφο μυστικό γι’ αυτή που τη λένε Λέξη* για τον καθένα που ψάχνει τις Λέξεις μέσα του για να εκφράσει εκείνα που στέκονται στο λαιμό του και τον πνίγουν.

Η υγρασία στις λέξεις της Μήτσορα, πότε τρομακτική και βγαλμένη από τα σκούρα δάση στα ενδότερα της ψυχής και πότε ζωογόνα αντλημένη από τις λιακάδες της σιωπής, κατορθώνει, κλείνοντας ο αναγνώστης το βιβλίο –όπως και αντιστρόφως ανοίγοντάς το- να νιώσει κάτι που μας λείπει σήμερα και μας λείπει πολύ: ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ. Σπάνια ενθουσιάζει η λογοτεχνία πια. Ίσως γιατί οι λέξεις πολυφορέθηκαν, ίσως γιατί πήγαν να γίνουν της μόδας, ίσως γιατί δεν είναι ακριβές, όπως παλιά. Ναι, ακριβές. Αυτό το βιβλίο δείχνει πόσο ακριβές είναι οι λέξεις, πόσο κοστίζουν στον άνθρωπο που τις κουβαλάει, είτε τις εκθέτει δημοσίως είτε τις προφυλάσσει από την κοινή θέα. Η Λέξη της Μήτσορα έχει κάτι από την ποιότητα που στερεί ενδεχομένως η πληθώρα των γραφών από τη μία, και το ανέμπνευστο, από την άλλη, ανακάτεμα των φθόγγων σε κάτι που αρχίζει να χάνει πολλές από τις λέξεις του, και κανονικά το λέμε γλώσσα.

«…Αν δεν τεντώσω τέλεια το σχοινί που είναι φτιαγμένο από λέξεις, για να χορέψω πάνω από την άβυσσο, τότε η άβυσσος θα με καταπιεί. Κι αν δεν με καταπιεί για πάντα, αλλά με φτύσει ακόμα μία φορά, θα κινδυνεύει το μυαλό μου να γίνει μια πίστα όπου θα χορεύουν χωρίς ειρμό λέξεις και εικόνες, τσακισμένες θεότητες που έπαψαν να είναι γόνιμες. Κάποιος είπε «Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου». Έτσι είναι, γι’ αυτό, όσο πιο τσακισμένα τα ελληνικά, ο κόσμος γύρω μας, ο κόσμος μέσα μας είναι έτοιμος να καταρρεύσει…» Το κείμενο που έπλασε η συγγραφέας πονάει, όπως πονάνε οι λέξεις, όταν τις εκτοξεύουμε κατευθείαν στην καρδιά του άλλου. Αλλά είναι και παρηγορητικό να διαβάζεις πόσο βαθιά βιώνουν τη σχέση τους με τη γλώσσα, με τη ζωή, με τη φαντασία άλλοι άνθρωποι. Είναι σαν να γίνεσαι κοινωνός των μυστικών τους στα μύχια της ψυχής. Είναι σαν, την ίδια ώρα, να τους εξομολογείσαι κι εσύ τα δικά σου. «…Η σχέση με τις λέξεις είναι η σχέση με τους ανθρώπους, με τα πράγματα, είναι η σχέση με τη ζωή…»

Το βιβλίο «Με λένε Λέξη» είναι σαν να καλεί τον αναγνώστη να μπει στο λούνα παρκ της παιδικής ηλικίας -μέσα του- των λέξεων, των αισθημάτων, της αλήθειας, του ψέματος, της αγάπης, του φόβου. Εκεί πότε αναγκάζεται να σηκώσει τη βαριά κουρτίνα του σκοτεινού δωματίου και να ουρλιάξει από φόβο μπροστά στον παραμορφωτικό καθρέφτη* πότε εγκλωβίζεται στο γρήγορο τρενάκι της ζωής του που πηγαίνει ερήμην του* πότε συγκρούεται με τα οχήματα- αμαξάκια των λέξεων των άλλων* πότε απομένει να κοιτάζει θλιμμένα τον ξεπεσμένο κλόουν που τον κυνηγά στους εφιάλτες του. Αλλά του μένει το κέρδος του ενθουσιασμού, της εγρήγορσης, του έντονου βιώματος, όπως ακριβώς μπορεί να τα προσφέρει η λογοτεχνία απλόχερα: με Λέξεις.