Τειρεσίας από το μέλλον


photo: scalidi
Σαν χθες έφυγε από τη ζωή, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Στην κηδεία του το φέρετρό του σήκωσε εντός του έναν ολόκληρο λαό. Δεν ήταν το Νόμπελ, δεν ήταν η αντίσταση κατά της Χούντας, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά οι λέξεις του που έχουν μείνει “καρφωμένες” στο εδώ και το τώρα. Σαράντα ένα χρόνια μετά και οι στίχοι του Γιώργου Σεφέρη είναι χρησμοί από κείνον, έναν Τειρεσία ποιητή που είχε έρθει από το μέλλον, σκάβοντας τόσο βαθιά στο παρελθόν:
“Στην πέτρα της υπομονής/ διψάσαμε το μεσημέρι·/ μα το νερό γλυφό/ πήραμε τη ζωή μας· λάθος!/ Ο κόσμος είναι απλός./ Τον άγγελο/ τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια/ Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι/ Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια/ που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω/ Δεν έχω άλλη δύναμη·/ τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη./ Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν/ Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη./ Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ' την καρδιά μας;/ χωρίς αφή/ χωρις ανθρώπους/ μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας/ ούτε δική σας./ Ο τόπος μας είναι κλειστός./ Τον κλείνουν/ οι δυο μαύρες Συμπληγάδες./ Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά./ Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη./ μας βαραίνουν/ οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν./ Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας/ τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος/ της αδικίας./ βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες./ Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας/ μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε/ μέσα στη φυγή./ Τα χέρια που μας άγγιξαν δε μας ανήκουν,/ Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει./ Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε./ Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη./ Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε./ Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη./ Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας./ Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη.../ Όμως τη θάλασσα/ δεν ξέρω να την έχουν εξαντλήσει./ Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά./ Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;/ Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι./ Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικό σου: τον μοιραστήκαμε/ δεν έχουμε καιρό. Σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι./ γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί/ μέσα στις φλέβες του ανθρώπου./ Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα/ το σπίτι γέμισε τριζόνια./ Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν./ Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά./ Τα σπίτια που είχα μού τα πήραν./ Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις./ Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον ήλιο./ Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρίσετε τον άνθρωπο./ “Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”./ για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη./ Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί./ Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.”

(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 21/9/2012)