Στο βάραθρο, χωρίς λέξεις



Μαζί με το δημόσιο λόγο που κατρακύλησε στο ξύλινο και το ανούσιο, βυθιστήκαμε κι εμείς σε λέξεις που δεν λένε τίποτα πια. Χάσαμε τις λέξεις, γιατί προηγουμένως χάσαμε το νόημα. Τι να το κάνεις το νόημα, άμα έχεις καινούρια σπίτια, αυτοκίνητα, λεφτά, γυαλιστερές επιφάνειες για να καθρεφτιστείς; Τι να το κάνεις; Αφού σου λέει η τηλεόραση τι χρειάζεται να ξέρεις για να πορευτείς: μερικές κολυβολέξεις, λίγες, περιορισμένες, μην της διαταράξεις το βασίλειο, μην χαλάσεις τις βολικές ισορροπίες. Χάνονται κι αυτές σιγά σιγά, μαθαίνεις τούρκικα τώρα από την οθόνη, όπως μάθαινες πριν βραζιλιάνικα.
Κι όταν πια τα γκλάμουρ-λαμπυρίζοντα της πλάκας μάς τέλειωσαν (τέλειωσαν για όλους;) -τέλειωσαν αυτά ποσοτικά και τέλειωσαν κι εμάς μαζί τους ποιοτικά- έμεινε ένα κενό, ένα φοβερό χάσμα που έχει βυθιστεί μια κοινωνία ολόκληρη εκεί μέσα. Έχει σκοντάψει κι έχει πέσει στο τίποτα. Ένα βάραθρο, με κάτω κάτω, στο τέρμα του, μια χούφτα χαμένες, ξεχασμένες λέξεις. Γιατί μόλις λιγοστεύουν οι λέξεις, λιγοστεύει κι ο κόσμος. Σκέψου λέξεις που έχεις να ακούσεις χρόνια. Σκέψου. Προσπάθησε να θυμηθείς πώς μίλαγε η γιαγιά και ο παππούς σου, πριν το συλλογικό κοινωνικό αλτσχάιμερ. Θυμήσου. Πόσον καιρό έχεις να ακούσεις τη λέξη “περίφημο”; Πόσο; Τι το περίφημο γίνεται για να το χαρακτηρίσεις έτσι; Από πότε έχεις να ακούσεις “υγιαίνετε” ή “θα γιάνεις”; Αντικαταστάθηκαν από το σύστημα υγείας που δεν υπάρχει. Και άλλα τέτοια. Ας πούμε, έχεις ακούσει καμιά γιαγιά στην Αθήνα τυχαία, χαϊδευτικά να σε λέει “μανάρι μου”; Δεν υπάρχει περίπτωση, με τέτοια φρίκη που τρώνε οι ηλικιωμένοι από παντού, παρατημένοι απ' όλους, σιγά μην έχουν χρόνο για λαϊκές τρυφεράδες.

Αλήθεια, το λαϊκό τι απέγινε; Υπάρχει κανένας λαϊκός; Υπάρχει; Λαϊκός άνθρωπος. Λαϊκός τραγουδιστής. Λαϊκός κάτι, τέλος πάντων. Γιατί μόνο λαϊκούς τίποτα βλέπω, λαϊκούς ντεμέκ. Να, δεν έχω λέξη να πω με ακρίβεια τον βαφτισμένο λαϊκό.

Καταλήξαμε να λέμε “δεν υπάρχει” μέχρι αηδίας, μην έχοντας λέξεις να περιγράψουμε οποιαδήποτε κατάσταση. Έτσι χάνεται ή τέλος πάντων λιγοστεύει η ομορφιά, η γοητεία, η αλήθεια, γιατί λέμε “δεν υπάρχει”. Όλα δεν υπάρχουν. Υπάρχει και τίποτα; Εμείς θα το αποφασίσουμε. Όταν αποφασίσουμε να σώσουμε τις λέξεις μας, όταν αποφασίσουμε να μιλάμε, όταν αποφασίσουμε να ανοίξουμε πάλι το πηγάδι με τις λέξεις κι αρχίσουμε να τις αντλούμε από κει. Γιατί στερέψανε. Στερέψανε οι λέξεις, επειδή στερέψανε οι σκέψεις και τα αισθήματα και οι αισθήσεις. Γιατί όλα γλιστράνε σε μια γυαλιστερή επιφάνεια και ολοένα διαφεύγουν από τον καθένα. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει βαρύτητα: ούτε το μαχαίρωμα ανθρώπων ούτε ο θάνατός τους στο δρόμο σε δυστύχημα ούτε τα παιδιά που αργοπεθαίνουν στις γωνίες τρυπημένα ούτε οι φτωχοί του δρόμου ούτε οι άστεγοι. Φτιάξαμε λέξεις που αφήνουν την ενοχή και τη συνενοχή μας να ξεφεύγει, συνηθίζοντας τη φτώχεια, την ανεργία, την ανέχεια, τη θνησιμότητα να μετριούνται με δείκτες και όρια, μακριά από τις λέξεις μας. Μιλάμε με αριθμούς για να μην μας κόβουν οι λέξεις και τρέχουν τα αίματα.





(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή) στις 22/6/2012)