Καμένη γη

photo: scalidi

«...Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε./ Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη... Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας./ Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη.... Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα...» (Γιώργος Σεφέρης). Η κρίση αν μη τι άλλο αποκάλυψε όλη τούτη τη στάχτη. Που έχει εισχωρήσει μέσα στα μάτια και δεν βλέπουμε ούτε το φίλο ούτε τον εχθρό. Κι έχουμε γίνει ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μας. Η κρίση αποκάλυψε τον καμένο τόπο που έχει αφήσει πίσω της μια Μεταπολίτευση άγριας εγκατάλειψης της παιδείας. Η δημοκρατία που αποκαταστάθηκε δεν βρήκε ποτέ της σύμμαχο την ουσιαστική μόρφωση.

Εκείνο το τεράστιο κενό ήρθαν να καλύψουν τα λεφτά. Από μόνα τους και ο κούφιος τρόπος ζωής που επαγγέλονταν. Και γίναμε ένας κόσμος που τα μετράει όλα με το χρήμα. Χωρίς το πολυπόθητο νόημα που λέει και ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος. Χωρίς το νόημα. Όχι για όλους, αλλά για τους πολλούς. Για μια γενιά ολόκληρη που τώρα βρέθηκε στις επάλξεις της κοινωνίας, στην παραγωγική διαδικασία. Χωρίς να το καταλάβει κιόλας ότι με τις επιλογές της θα καθορίσει το μέλλον. Και προς το παρόν τούτη η γενιά νοιάζεται να μην χάσει τα λεφτά της -που τη ειρωνεία !- αυτά έτσι κι αλλιώς χάνονται σιγά σιγά. Μια γενιά που υποτάσσεται. Και μιλάω για τη γενιά αυτή των τριάντα και κάτι μέχρι και τα σαράντα και κάτι. Αυτή η ηλικία που κανονικά έχει τα κότσια για όλα. Αλλά δεν. Δεν, γιατί δεν έμαθε ποτέ. Δεν έμαθε τι την ορίζει. Τι την κυβερνάει. Κι άφησε τα εργασιακά της δικαιώματα στον άνεμο της εξουσίας, με τη δικαιολογία της επιβίωσής της, άφησε τα παιδιά της αμόρφωτα στο έλεος της δικής της άγνοιας, γιατί τα λεφτά θα ήταν αρκετά και δεν την χρειάζονταν την όποια βαθιά γνώση, άφησε τη χώρα σε ανθρώπους που τάχα μου της υπόσχονταν να της εξασφαλίσουν τη συνέχιση αυτής της μη νοηματοδότησης, γιατί θα της έδιναν πάλι λεφτά.

Και μείναμε κούφιοι. Ο καθένας να υπερασπιστεί για λίγο μόνο τον εαυτόν του, να κερδίσει μια στάλα χρόνο από το δικό του κούτσουρο, να μην καεί. Μα η γη ήταν καμένη ολοσχερώς και τι να φυτέψεις και να ευδοκιμήσει; Βία; Μίσος; Κι αυτά άρχισαν να ανθίζουν, με τη σιωπηρή υποταγή μας, με την ανοχή, με την αδιαφορία. Κούφιοι άνθρωποι που κάνουν λίγη φασαρία με την ηχώ εντός τους. Ο Άλλος απών, τον φοβόμαστε, τον στήνουμε στη γωνία. Κι ό,τι πάθει. Μετά θα λυπηθούμε εικονικά, τηλεοπτικά, διαδικτυακά. Στην καμένη γη, παίρνει χρόνο να φυτρώσει πάλι χλόη, ένα δέντρο, μια ελπίδα. Και κρύβει από κάτω της και ανώνυμα θύματα πολλά. Στο βωμό του χρήματος και του επίμονου μη άλλου νοήματος. Άμα αποφασίσουμε να την ποτίσουμε και την φυτέψουμε αυτή τη γη κάποτε, μόνο με παιδεία θα γίνει. Και τότε δεν θα θερίσουμε θύελλες και ανδρείκελα. Τότε θα ξαναβρούμε τη ζωή.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 18/5/2012)