Χόρτα χωρίς λάδι

photo: scalidi
Είναι καιρός τώρα που όσο κυκλοφορεί κανείς έξω τόσο πιο πολλά συμβάντα συναντά. Δυσάρεστα. Όχι αυτά τα τυχαία, τα συμπτωματικά. Τα άλλα που γίνονται υφέρποντα καθεστώτα, ενδεικτικά μιας κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτά που σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια, όχι γιατί είναι μελό, αλλά γιατί υπάρχουν. Από τη μία οι άνθρωποι αυτοί να πορεύονται στην κοινωνία και από την άλλη μια άλλη κοινωνία, αυτή των social media, να φεύγει χωρίς τους προηγούμενους, γιατί δεν έχουν προφίλ στο fb, στο twitter, στο linked in· γιατί δεν έχουν ιστολόγιο, αλλά μπορούν να γίνουν μόνο θέμα σε φιλεύσπλαχνα ή κυνικά μπλογκ, εν είδει αντικειμένου. Περνάμε σε έναν κόσμο υποκειμένων και αντικειμένων. Ποιος είναι ποιος; Διαγκωνίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το ποιος θα πει το πιο έξυπνο. Δεν βλέπω να σπρώχνεται κανείς για να πει ή ακόμα χειρότερα να κάνει το πιο ανθρώπινο. Διαβάζω θεωρίες, ερμηνείες του κόσμου, τσιτάτα, αλλά δεν διαβάζω μια ανθρώπινη κουβέντα. Όλα αντικειμενοποιούνται και αντικειμενικοποιούνται -τι ειρωνεία-σε μια σαρωτική υποκειμενικότητα.
Πού να χωρέσει, λοιπόν, η γιαγιά που ζητιανεύει κοντά στο μετρό του Ευαγγελισμού; Την πλησιάζει μια κοπελίτσα, της δίνει ένα ευρώ και το μήλο που κρύβει στην τσάντα της. Της λέει η ηλικιωμένη ότι τρεις μέρες τρώει χόρτα χωρίς λάδι. Πού να βρει το λάδι; Μετανιώνει η κοπέλα για το μόνο ένα ευρώ που έδωσε. Πιο πέρα πουλάνε κλεμμένα καλλυντικά γνωστής φίρμας. Στο δρόμο. Πιεστικά. Μόλις τους λες πού τα βρήκαν και τι κομπίνες κάνουν, θα τους πιάσει καμιά αστυνομία, κάνουν πίσω λουφάζουν. Μέσα στο σούπερ μάρκετ, μια γυναίκα μεσήλικη, καλοντυμένη στέκεται και κλαίει, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα υπαλλήλου του μαγαζιού. Περιμένουν μαζί την αστυνομία για να τη συλλάβει. Έχει κλέψει. Μα, κυρίως έχει χάσει την αξιοπρέπειά της, μπροστά στα μάτια όλων, το σεβασμό της. Και κλαίει. Όχι, για να τη λυπηθούν, μα γιατί λυπάται τον ίδιο της τον εαυτό. «Καληνύχτα, Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θ' αλλάξει ποτέ».
Έχουν ανοίξει, λοιπόν, ανάμεσα στους ανθρώπους κάτι χάσματα ολόκληροι τάφοι που θάβεται εκεί μέσα ο ηττημένος μας εαυτός. Ενταφιάζεται η ανθρωπιά μας, το συναίσθημά μας, η ορθή λογική μας. Δεν ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Δεν ξέρεις αν το θύμα και ο θύτης απέχουν πολύ μεταξύ τους. Δεν ξέρεις αν το δίκαιο και το άδικο είναι πια τόσο ξεκάθαρα. Ξέρεις όμως ότι η γιαγιά σου τρώει χόρτα χωρίς λάδι, όσο εσύ ταξιδεύεις στις κυβερνογειτονιές, ακυβέρνητος σαν πολιτεία.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 18 Νοεμβρίου 2011)