Η ποιητική φωταψία του ανθρώπου-Νίκος Καρούζος

photo: scalidi
Το γρανιτένιο του πρόσωπο στα μαλακά εξώφυλλα του Ίκαρου. Και το υγρό βλέμμα που πνίγεται εντός του ο λυγμός του κόσμου. Κοιτάζει δώθε, από τα πέτρινα σκαλοπάτια του Παλαμηδιού τις κοπέλες τ' Αναπλιού, κείθε στις πορτοκαλιές που γίνανε μανταρινιές, της Ασίνης, γυρεύοντας το βασιλιά του σύμπαντου. Το σύμπαν ήταν δικό του. Κι οι δορυφόροι αργούν. Ετερόφωτοι.
Ένα ποτήρι αλκοόλ αδειανό και μια χαρτοπετσέτα, με δώρο το χρησμό της στιγμής. Ποιητική αδεία. Καίει μανουάλι σε ξωκλήσι δικό του, Μεγάλη Εβδομάδα, και το κόκκινο της επΑνάστασης, δεν ανέστησε τον κόσμο. Γεμάτο το ποτήρι με δάκρυα. Και αίμα. Κάνει το σταυρό του πάνω από τις κοφτερές λέξεις, λεπίδες ανοιγμένες να τεμαχίζουν τον καιρό, το χρόνο, την ύπαρξη. Το μαντιλοφορεμένο σκοτάδι της αβύσσου.
Κι η φωνή της μάνας του, καπνός τσιγάρου που τον τυλίγει. Η δική σου αναμμένη φωτιά. Η υπόγεια διαδρομή του στις φλέβες της ποίησης κι οι δρόμοι της, στενά σοκάκια του Ναυπλίου κι ανοιχτή αττική λεωφόρος. Η δική του “φωταψία” των ανθρώπων.

“Ο ποιητής έχει ένα βέβαιο δρόμο

Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ' αμέσως πάθος
ο ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό
έχει ένα βέβαιο δρόμο
τόπους-τόπους αγκάθια
τόπους-τόπους ωραία χαλιά
π' ο άτυχος τα ματώνει.
Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές
αρχίζουν τ' άστρα. Εκεί του δρόμου η τέλεψη
πάλι μια γέννα μας προσμένει.”

Νίκος Καρούζος, “Η έλαφος των άστρων” (1962), “Τα ποιήματα”, Τόμος Α΄ (1961-1978), Ίκαρος

 (Δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του ΕΚΕΒΙ στις 25 Αυγούστου 2010)