Η αιώνια αγορά είναι η ανάγκη

Πώς το είπε η Μαρία, χθες; Μπορεί όλο αυτό να έχει πεθάνει, αλλά εγώ είμαι ζωντανή. Ναι, έτσι το είπε η Μαρία.
photo: scalidi
 Όταν πάψουμε να μεμψιμοιρούμε αυτό θα δούμε. Ότι είμαστε ζωντανοί. Παρά το τι συμβαίνει. Παρακάτω το ότι είμαστε ζωντανοί θα καθυποτάξει και το τι συμβαίνει. Μαθηματικά αποδεδειγμένο στην ανθρώπινη ιστορία. Αρκεί να το καταλάβουμε. Εμείς το πάμε το πράγμα, εκτός από τα ηφαίστεια, τους σεισμούς, τους καταποντισμούς. Και θα το συνειδητοποιήσουμε, όταν σταθούμε λίγο στο τι έχουμε και όχι τόσο στο τι δεν έχουμε πια. Με χαρτί και μολύβι. Λίστες. Λες θα πάμε σε μια μεγάλη αγορά και θα αγοράσουμε εαυτό. Καινούριο. Έχω. Δεν έχω. Στη μέση χωρίς κάθετη γραμμή, το έχω και το δεν έχω, να μπαίνει το ένα μέσα στο άλλο. Και η αγορά αυτή είναι η ανάγκη. Αλλά η πραγματική ανάγκη. Όχι του έμπορα που μας πουλάει. Η δική μας. Η ανθρώπινη.
photo: scalidi
Ανοίγω τα μάτια το πρωί και λέω αναπνέω, κινούμαι -άμα μπορώ-, ζω. Βλέπω -άμα μπορώ-, ακούω -άμα μπορώ-, αισθάνομαι -άμα μπορώ. Πιάνω. Σε πλησιάζω. Δεν είσαι πια μακριά. Από μένα εαυτέ μου, μέχρι τον πιο πέρα άνθρωπο. Ποια άλλη ανάγκη υπάρχει; Πεινάω, διψάω, θέλω ένα χάδι, μια αγκαλιά, θέλω να γελάσω, να κλάψω, να ακουμπήσω σε έναν ώμο, να χορέψω, να σταθώ, να γευτώ, να μιλήσω, να ακούσω, να καταλάβω. Κυρίως αυτό. (Να κρατηθώ ανεπαίσθητα από την άκρη του μανικιού σου.)
Ότι δηλαδή το μεγάλο χρηματιστήριο της ύπαρξης είναι η ανάγκη, του ανθρώπου. Όχι, οι κουστουμάτοι ανηλεείς του πλανήτη που παίζουν με νουμεράκια στις οθόνες τις τύχες εκατομμυρίων, ποντάρωντας στο πετρέλαιο, στα νομίσματα, στα εμπορεύματα, στις μετοχές, σε αέρα κοπανιστό ενίοτε. Τι να κάνουμε, θα δυσαρεστήσουμε τους οικονομολόγους, τους πολιτικούς, τους απανταχού ειδικούς αναλυτές. Μια αγορά δεν πεθαίνει, αγαπητοί. Κι αυτή δεν είναι ούτε ελεύθερη ούτε τίποτα. Είναι η ανάγκη. Τέρμα. Που σε κάνει από το πιο λαίμαργο ζώο μέχρι τον πιο τρυφερό εξευγενισμένο άνθρωπο. Εσύ αποφασίζεις τι θα γίνεις. Μέχρι ενός σημείου. Μετά είναι και η φύση με τα παιχνίδια της.
photo: scalidi
 Σ' αυτά έχω αφεθεί τον τελευταίο καιρό. Απηύδησα με κείνους που "ξέρουν". Είπα να αποδεχτώ ότι δεν ξέρω τι θα γίνει και να συνεχίσω να αναρωτιέμαι, ρωτώντας τον καταλληλότερο να μου απαντήσει: την ανάγκη μου. Και τότε δε θα χρειαστώ άλλες πληροφορίες άχρηστες που μου κρασάρουν τη μνήμη και αφοδεύονται με ουδεμία χάρη στον κάδο ανακύκλωσης της σκέψης μου.
Και πήγα στην αγορά κι αγόρασα εαυτό.
Η ανάγκη να είμαι άνθρωπος. Να ανοίγω τα μάτια το πρωί και να βλέπω τον ήλιο. Χωρίς αιδώ. Να πέφτει γάργαρο νερό μέσα στο λαιμό μου και να ξέρω ότι είμαι ζωντανή. Να βγαίνω στο μπαλκόνι και να βλέπω τη ματζουράνα και το φασκόμηλο μόλις να σκάνε μύτη από το χώμα. Και ο ιβίσκος να μην παίρνει χαμπάρι από ειδήσεις και μαύρα μαντάτα, ειρωνικά να συνεχίζει να ανθοφορεί με μανία. Είμαι μαζί του. Να μυρίζει ο βασιλικός πεισματικά, ακόμα κι όταν είναι στα τελευταία του. Κι όλα αυτά να μου επιβεβαιώνουν ότι είμαι ζωντανή.
Μπορώ να υπάρχω και χωρίς. Χωρίς όλα. Αλλά όχι χωρίς την ανάγκη μου να είμαι και να υπάρχω. Ο δύοσμος σαλεύει από τον αέρα και φέρνει το άρωμά του μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα η αιωρουμένη κουρτίνα. Τώρα που φαλιρίσανε όλες οι ιδέες, καιρός να θυμηθούμε τις αισθήσεις, όχι τις ψευδαισθήσεις, τις αισθήσεις μας. Σκέτες. Χωρίς φτιασίδια. Χωρίς πωλητές.
Στο απέναντι μπαλκόνι γλεντούν, γελάνε, χαίρονται. Τραγουδούν με το στόμα, απογευματάκι Κυριακής, πάνω από ένα τραπέζι. Πόσον καιρό είχα να το δω και να τ' ακούσω αυτό, το αφτιασίδωτο, της ανάγκης. Να υπάρχουμε και μαζί.
Χθες βράδυ, 3.30 το πρωί υπήρχε ο καθένας μόνος του, μ' ένα ποτήρι στο ένα χέρι, στο άλλο ένα τσιγάρο, όρθιοι, λες και περίμεναν ένα πολλά υποσχόμενο συσσίτιο από κάπου μακριά, περίμεναν στο δρόμο, μόνοι. Κι απλώς ήθελαν τον ολόκληρο εαυτό τους και ίσως και τον άλλον. Δηλαδή να μην είναι και να μην αισθάνονται μόνοι. Η ανάγκη δούλευε ως αργά.
photo: scalidi