Κλωτσιά στις παρυφές του πολιτισμού

photo: scalidi
Είναι άλλος ο αέρας που αναπνέει κανείς μέσα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Και κυριολεκτικά. Ιδίως όταν έξω έχει καύσωνα. Μπαίνεις μέσα σ’ αυτό το χώρο κάτω από ιδανικές συνθήκες και συνομιλείς με το παρελθόν. Και με τον εαυτόν σου. Ηθελημένα ή αθέλητα. Αναγκάζεσαι να τοποθετήσεις το τι είσαι κάπου εκεί, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, σ’ αυτό το δυσοίωνο παρόν που εκμηδενίζεται μόλις πατήσεις το πόδι σου μέσα σ’ αυτό το κόσμημα κάτω από τον ίσκιο του ιερού βράχου.
Οι καρυάτιδες κι οι κόρες με τη χάρη τους σε φέρνουν αν όχι να δακρύσεις από συγκίνηση, τουλάχιστον να σταθείς στο ύψος σου απέναντί τους, με δέος και ησυχία, με γαλήνη μπροστά στο μέτρο τους, με ηρεμία μπροστά στην αρμονία τους. Μια θορυβώδης οικογένεια από το εξωτερικό σουλάτσαρε στην αρχή μέσα στους διαδρόμους με μια αναίδεια, μια φοβερή φασαρία και σχεδόν κοροϊδευτική διάθεση που, παρακολουθώντας τους, έβλεπα προοδευτικά να αποβάλλουν αυτόν τον περιττό εκνευρισμό, αυτό το θόρυβό τους και στο τέλος να απολαμβάνουν την περιήγησή τους αλλιώς. Μπορείς να ατενίσεις ακόμα και τη θάλασσα –τι έκπληξη!- από το τελευταίο επίπεδο του Μουσείου.
Ωραία όλα αυτά. Πολύ ωραία. Μόνο που στην έξοδο καραδοκεί το ζοφερό παρόν. Για να θυμηθείς ότι το αρχαϊκό αττικό χαμόγελο, αυτό το μειδίαμα, θα μείνει για πάντα βυθισμένο στο παρελθόν. Έξω από το Μουσείο, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένα βήμα από αυτόν τον πυρήνα της ομορφιάς, είναι το τώρα που σε χτυπάει γροθιά στο μαλακό υπογάστριο της όποιας ευαισθησίας και πολιτισμού και ανθρωπιάς. Ο νεαρός «κύριος» της Δημοτικής Αστυνομίας θεωρεί σωστό και πρέπον, καθήκον του, βρε αδερφέ, να στραφεί κατά του καημένου -μπορεί και συνομήλικού του- Πακιστανούλη που κάθεται οκλαδόν και ρίχνει και ξαναρίχνει και μαζεύει μπροστά του τις χλαπάτσες-ντοματούλες του, θεωρεί καθήκον του, λοιπόν, να του κλωτσήσει το εμπόρευμα… Μάλιστα. Αυτό το κύμα καύσωνα με χτύπησε στο πρόσωπο μόλις βγήκα από το Μουσείο. Κυριακή μεσημέρι. Γερό ράπισμα. Η κλωτσιά. Κατά του ανθρωπάκου που ανυπεράσπιστος έφυγε, αφήνοντας τις ντοματούλες του στο έλεος της εξουσίας του υπαλλήλου της Δημοτικής Αστυνομίας. Υπέροχα. Μαθήματα πολιτισμού. Και ανθρωπιάς. Και ευγένειας. Και στοιχειώδους κοινωνικής συμπεριφοράς. Από έναν δημοτικό υπάλληλο, δηλαδή έναν άνθρωπο που είναι εκεί για να υπηρετήσει από τη θέση του το κοινό καλό, τα συμφέροντα και των άλλων. Είναι η ώρα που αγωνιούμε για τις ακυρώσεις κρατήσεων στον τουρισμό. Είναι η ώρα που η κρίση, λέμε, μας κλονίζει. Μάλιστα. Γι’ αυτό δίνουμε μια κλωτσιά. Και καταστρέφουμε ό,τι καλό έχουμε να επιδείξουμε. Ας πούμε το Μουσείο. Την όαση αυτή, την ουτοπική διάσταση που σε βυθίζει. Αλλά εμείς ξέρουμε καλύτερα, θα σε επαναφέρουμε αγαπητέ τουρίστα, περιηγητή, που τολμάς να αρμενίσεις ανέμελος στην πόλη, θα σε επαναφέρουμε στο θλιβερό μας παρόν, αυτό το απαίδευτο και αμόρφωτο, αυτό το απάνθρωπο παρόν μας.
Στο Σύνταγμα, αντίκρυ από τη Βουλή, κρέμονται κάτι μάσκες λευκές, τάχα μου να δείξουμε πόσο μασκαράδες-υποκριτές είναι οι πολιτικοί μας; Ποιος ξέρει. Εκεί αγανακτούμε. Αλλά δεν αγανακτούμε, όταν φοράμε εμείς αυτά τα προσωπεία της ψευτιάς μας, της τάχα μου επιβολής μας σε έναν Άλλο. Κλωτσώντας τις εμπορεύσιμες χλαπάτσες ενός Πακιστανού, βιώνουμε την εθνική μας μοναξιά, την ήττα μας να σταθούμε στο ύψος του αρχαϊκού χαμόγελου που –τι ειρωνεία!- είδα να φέρει στο πρόσωπό του αυτός ο νεαρός που τον φοβέρισαν και του σκόρπισαν την πραμάτεια.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή", την Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011)