Η υπόκωφη βία της μισάνοιχτης πόρτας

photo: scalidi
Μόλις ο καιρός ξανοίγει, ανοίγουνε μαζί τα παράθυρα κι οι πόρτες μας. Από ανάγκη. Για μια στάλα δροσιά. Τότε, κάποτε, αφουγκραζόμαστε τη μισάνοιχτη πόρτα του άλλου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ηθελημένα ή αθέλητα. Όταν οι γρίλιες σκάνε, αποκαλύπτουν την απελπισία του διπλανού, την ανημπόρια του, την ανάγκη του. Κυρίως γι' αγάπη. Απτή και πέρα από την αδυναμία της λέξης να εκφράσει την αλήθεια.
Προχθές το βράδυ, μια γυναικεία φωνή σημάδεψε τη νύχτα. Από το ημίφως του διαμερίσματός της φώναζε «Πέσε». Τα καλοκαίρια ανάμεσα στις συστάδες των πολυκατοικιών, διαφορετικών κάθε φορά, συχνά ακούγονται οι κραυγές των ανθρώπων. Έχω γίνει μάρτυρας -αυτόπτης ή αυτήκοος- σε τουλάχιστον τέσσερις απόπειρες να πέσει κάποιος στο κενό, την τελευταία δεκαετία. Τις τρεις τον έχουν κρατήσει. Κάποιος τον άρπαξε από την εύθραυστη ράντα μιας φανέλας, από τη σφιχτή ζώνη ενός παντελονιού, από τη μασχάλη, τη γειτόνισσα της καρδιάς.
Τη μία, η απόπειρα έγινε πράξη και ένα νεανικό σώμα εγκλωβισμένο στον ακάλυπτο των γκρίζων κτιρίων μονάχα βογκούσε. Χτυπούσαν τα κουδούνια οι γείτονες να τους ανοίξει κάποιος να μπουν στην πολυκατοικία, μα δεν έμπαινε κανείς στον κόπο. Ο φόβος βλέπεις. Μα, δεν κάνει ποτέ στην άκρη αυτός ο φόβος; Κι ένα κορμί σφάδαζε στο τσιμέντο, η ψυχή του είχε βασανιστεί πιο πριν να πονάει. Δεν βρέθηκε κανείς να την κρατήσει.
«Πέσε», η φωνή αλλοιωμένη από την ένταση τρυπούσε το σκοτάδι. Ακούς να ανοίγουν δειλά πόρτες, συρόμενα παράθυρα. Βλέπεις τις καύτρες των τσιγάρων από απέναντι. Και σιωπή. Η μεγαλύτερη βία. Καμία ανταπόκριση. Μέσα στα σπίτια παίζονται δράματα μιας άλλης κλίμακας κι ένας άγραφος νόμος λες κι επιβάλλει αυτή τη δυσβάσταχτη βουβαμάρα. Λες κι άμα ακουστεί μια ανταπόκριση, μια άλλη φωνή από απέναντι, θα βρεθεί αμέσως ο απελπισμένος στο κενό. Και κάθεσαι μαρμαρωμένος. Να αφουγκράζεσαι. Το κενό του άλλου. Την έλλειψή του. Τη δυστυχία του. Την απόγνωσή του.
Έχω βρεθεί χρόνια πολλά τα καλοκαίρια να παρακολουθώ αφανής οικογενειακά δράματα που παίζονται απέναντι. Σε πολλά και διαφορετικά απέναντι. Και ακούς από κάπου να σου λένε, «μπες μέσα, μην μπλέξεις, μην μιλάς», από παιδί τ' ακούς να στο λένε. Πώς μπορείς να μην μιλάς γι' αυτό; Πώς μπορείς να μην μιλάς για μια βία που δεν τελειώνει ποτέ; Πώς μπορείς να κλείνεις τα αυτιά και την πόρτα και το παράθυρο σ' έναν άνθρωπο που σου φωνάζει βοήθεια; Πώς;
Στην καλύτερη περίπτωση, κάποτε μια πόρτα βαράει δυνατά, κλείνει. Αφήνει πίσω της ησυχία και βία. Εκείνος που έφυγε. Κι εκείνος που μένει; Άλλοτε πάλι, ο απελπισμένος περιμαζεύεται από τους -ανοίκειους για κείνον- οικείους του μέσα και κλείνει πάλι η πόρτα. Αλλά οι φωνές του, οι διαμαρτυρίες του, το κλάμα του, γίνονται ο θρήνος της νύχτας που χτυπάει τα μηνίγγια υπόκωφα και δυνατά. Η τεράστια υποκρισία, να κουκουλώσουμε το πρόβλημα, να το κλείσουμε εντός των τειχών μας, μην μας παρεξηγήσουν, μην μας μάθουν, μην μας κουτσομπολέψουν, μην, μην, μην. Κι έτσι φτάνει ένας άνθρωπος στο δικό του απόλυτο κενό. Και του μένει μόνο να στηριχτεί στη φωνή του απέναντι αφανούς που δεν βγαίνει από το λαιμό του κι εκείνη. Ξαφνικά, κάποιος λέει να καλέσει το εκατό. Η αυλαία πέφτει και το δράμα συνεχίζεται στα παρασκήνια. Χωρίς κάθαρση, χωρίς λύτρωση. Το μόνο που περισσεύει είναι η αμηχανία του θεατή, ίσως η απανθρωπιά του, ίσως η ατολμία του, ίσως η σοφία του να μην παρέμβει και μπλέξει.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή", την Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011)