Η «διπολική διαταραχή» της Ελλάδας

photo: scalidi

Μπορεί το «Καλή Ανάσταση!» να δώσει τη θέση του στο «Καλή Ανάπτυξη!» στην παρούσα φάση, αφού από τις τόσες αναλύσεις των οικονομολόγων θα πιστέψουμε ότι μοιάζει χρησιμότερο, αποδοτικότερο και ίσως και πιο ουτοπικό -για να μην πω μεταφυσικό-, αν προσμετρήσει κανείς αυτή την αίσθηση υποτονικότητας που έχει καταβάλλει τους πολίτες. Είμαστε ο ίδιος λαός που είχε βγει και πανηγύριζε για μέρες στους δρόμους την κατάκτηση του «Euro», είμαστε οι ίδιοι που χορέψαμε διονυσιακά τη «Μισιρλού» στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών και οι ίδιοι που συρθήκαμε ως αρχαϊκές πειθαρχημένες φιγούρες στα άρματά τους, ενώ ταυτόχρονα στο παρασκήνιο διαδραματιζόταν ολοζώντανα η παρωδία σκανδάλου ντόπινγκ.
Ο ίδιος υπερβολικός τρόπος αντιμετώπισης της χαράς και της λύπης, της αποτυχίας και της επιτυχίας. Τώρα αρκεί ένα ανώνυμο ή παραπλανητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για να βυθιστεί η χρηματιστηριακή αγορά της χώρας, για να νιώσουμε όλοι χρεοκοπημένοι. Για να φανεί ότι κινούμαστε στα όρια μιας συλλογικής μανιοκατάθλιψης. Καταχρώμαι τον ψυχιατρικό όρο για να αποδώσω αυτό που αντιλαμβάνομαι ως σφυγμό γύρω μου.
Οι τηλεοπτικές οθόνες προβάλλουν μια διαρκή ανοησία, με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα. Είναι το μόνιτορ του ασθενή σε καταστολή, μια ευθεία γραμμή με μικρές εξάρσεις. Αναρωτιόμαστε όλοι μαζί -λες κι είμαστε ένα τεράστιο ψυχαναλυτικό ντιβάνι- σε δημόσια θέα για το κακό που μας βρήκε και πέραν τούτου, ψάχνουμε «χάπια» για να χρυσώσουμε τη δυστυχία μας. Ένα απ' αυτά: οι οικονομολόγοι που ζητάμε να μας καθησυχάσουν. Οι τεχνοκράτες μιλάνε καθαρά και ζητάνε πολιτικές απαντήσεις και λύσεις. Μέσα από όλα τα οικονομικά δεινά που αναλύουν με τους ψυχρούς τους υπολογισμούς, ακούς να λένε για μια ανάπτυξη που θα έρθει από τον τουρισμό, τη ναυτιλία, τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Κι αναρωτιέσαι γιατί οι «χρησμοί» τους πέφτουν στο κενό. Τι μας εμποδίζει να αναπτυχθούμε; Τι μας εμπόδισε τα προηγούμενα χρόνια; Γιατί δεν τους ρώτησε κανείς να τα πουν αυτά νωρίτερα; Γιατί δεν τα είπαν από μόνοι τους; Κι αν τα είπαν γιατί δεν εισακούστηκαν; Γιατί εκ των υστέρων ψάχνουμε εξιλαστήρια θύματα για τη ζωή μας -ως κράτους- που σκορπίστηκε σε αδράνειες, διαβεβαιώσεις, τάχα μου εθνικούς θριάμβους και εθνικές ήττες, σε απροθυμία να υπάρξουμε ουσιαστικά στο στερέωμα σε κάθε τομέα, με τον εγκλεισμό μας σε μια τεχνητή ευμάρεια -για λίγους- μιας τόσο δεδομένης σπατάλης και σποράς «αέρα» που θερίζει τώρα θύελλες;
Και πόσο ποδόσφαιρο να δει ο λαός για να ξεχάσει τα προβλήματά του; Ακόμη κι εκεί αηδιάζει ο κόσμος από τα συμβαίνοντα. Οπότε, δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια. Ο καθένας ξεχωριστά για τον εαυτό του και μετά σε συνδυασμό με τον Άλλο. Τον Άλλο που τον εξορίσαμε στη γωνία, γιατί το Εγώ μας ήταν πιο σημαντικό, όταν είχε να φάει και να τραφεί και να διογκωθεί από το τίποτα. Τα ξεφουσκωμένα σημερινά Εγώ ίσως κρύβουν την ελπίδα.
Ήδη, εστίες, μέσα στην ίδια τη χώρα, ανθρώπων που δουλεύουν ουσιαστικά αποτελούν τον καταλύτη για το μετέπειτα. Τη στιγμή τούτη δεν βρίσκονται αυτοί στο επίκεντρο, όμως, αλλά οι άλλοι, οι πεσμένοι σε γενική κατάθλιψη, οι ίδιοι που πριν καιρό ζούσαν τα δικά τους εθνικά παραληρήματα πανηγυρισμών για κάτι που δεν είχαν δουλέψει ποτέ. Όπως δεν βρέθηκαν ποτέ ο Παπάζογλου και ο Ρασούλης στα κεντρικά φώτα, παρά τις επιτυχίες τους και τη βαθιά αγάπη που κέρδισαν. Φαίνεται μόνο τώρα που έφυγαν τι είχαν κάνει, πού είχαν οδηγήσει τη μουσική, πώς συνέδεσαν και συνέχισαν την παράδοση του λαού με το βιαστικό σήμερα και το ακόμη πιο ανυπόμονο μέλλον, πώς εκείνοι που δεν είχαν «φανεί» και τόσο, μας είχαν πάει μια στάλα πιο μπροστά.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" τη Μεγάλη Παρασκευή, 22/4/2011)