Στην καρδιά της πόλης

Η όμορφη ανοιξιάτικη λιακάδα που λούζει την πόλη, δεν είναι αρκετή πια να κρύψει την ασχήμια και κυρίως τη θλίψη. Μια βόλτα στο αθηναϊκό κέντρο δεν είναι μια ξένοιαστη περιδιάβαση. Έχει πάψει καιρό να είναι.
Στο μετρό, οι παρυφές του μέσου που πλησιάζουν προς την επιφάνεια της Ομόνοιας, μυρίζουν ούρα. Τα αυτόματα μηχανήματα για να βγάλεις το εισιτήριό σου είναι χαλασμένα και κόσμος συνωστίζεται ενοχλημένος γύρω από το ένα εκδοτήριο που λειτουργεί. Ο καβγάς δεν αργεί. «Τα παράπονά σας γραπτώς», φωνάζει η υπάλληλος μέσα από το τζάμι. Για το αυτονόητο χρειάζεται γραπτό αίτημα. Η γνωστή γραφειοκρατία που έχει ποτίσει την υπόστασή μας σ’ αυτή τη χώρα. Πώς το λέει η κυνική αποστροφή του Paul Valéry; «Πολιτική είναι η τέχνη του να αποτρέπεις τους ανθρώπους να ασχοληθούν με αυτό που τους αφορά». Έτσι, ασκεί ο καθένας τη δική του μικροπολιτική που γιγαντώνεται σε κάθε της ταλάντωση, εξαπλώνεται σαν κύμα και πνίγει μια ολόκληρη χώρα. Το αίτημά σας γραπτώς. Γραπτώς, λοιπόν.
Ο κόσμος αφού υπομένει εδώ και δυο χρόνια αυτή την ανεκδιήγητη –ο πιο ισχυρός λόγος να βγει στους δρόμους, ακόμη κι από τα λεφτά που χάνει από το μισθό του, γιατί χάνει καθημερινά την αξιοπρέπειά του- ταλαιπωρία με τα έργα του ΗΣΑΠ, ελπίζοντας κάποτε να απολαύσει τον κόπο της υπομονής του, φτάνει στο κομβικό σημείο της Ομονοίας. Ανέρχεται στην επιφάνεια. Ο μεσημεριάτικος ήλιος με τη λάμψη του κάνει την αναπόφευκτη αντίστιξη με τη θλιβερή κατάσταση γύρω.
Άνθρωποι. Κοκαλωμένοι σε γυρτή θέση. Εκλιπαρούν με τον τρόπο τους για λίγη αγάπη. Λίγο πριν πέσουν. Οι τοξικομανείς που βρίσκονται υπό την επήρεια των ουσιών τους. Κι εμείς οι άλλοι, μακριά από την ουσία μας. Τους ρίχνουμε ένα βλέφαρο στην καλύτερη περίπτωση και συνεχίζουμε το δρόμο μας. Ωραία, ίσως και φορτωμένοι και με λίγη ενοχή. Αλλά δεν λύνονται τα προβλήματα με στιγμιαίες ενοχές. Λύνονται με την επιθυμία να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας.
Το θέαμα τούτης της πραγματικότητας ήταν μια μαγική εικόνα που εξαφανίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, πριν από εφτά πια χρόνια. Τότε η πόλη είχε γεμίσει κούρους, κόρες, ελπίδες, φοίβους και αθηνές. Χαμογελαστοί άνθρωποι που γιόρταζαν μέσα στο αθηναϊκό καλοκαίρι που δεν κράτησε πολύ. Μια αφελής μακαριότητα, η νηνεμία πριν από την κρίση. Την επομένη της τελετής λήξης του 2004, είχαν επανέλθει οι άνθρωποι σκιές που ζητούσαν απάγκιο για τη δόση τους. Η εγκληματικότητα στο κέντρο άρχισε να ανθεί και πάλι. Τι είχαν απογίνει τότε οι τοξικομανείς, το ένα της σκέλος; 
Τώρα, τι θα απογίνουν; Με το φτωχό μου μυαλό σκέφτομαι γιατί δεν υπάρχει ένα ανοιχτό θεραπευτικό κέντρο αποτελεσματικό να μπορούν να βρουν άμεση και πραγματική βοήθεια οι τοξικομανείς; Ρομαντική σου λέει η σκέψη. Ανέφικτη. Ουτοπική. Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Γιατί η πολιτική δεν είναι η τέχνη του να κάνουμε εφικτά τα πράγματα;
Και τα ρημαγμένα κορμιά στηρίζονται στο γκρίζο της πόλης, στο σκοτάδι της, στη μαυρίλα που σκεπάζει σαν αχλύ την ψυχή του ιστορικού κέντρου. Πιο θλιβερό από τα ίδια τα ανήμπορα παιδιά είναι η μακάβρια διαπίστωση ότι δεν αφορούν κανέναν. Στρέφουμε το κεφάλι από την άλλη. Και είναι όλοι τους λυπημένα παιδιά που δεν τους δόθηκε λίγο ενήλικο ενδιαφέρον. Ζητιανεύουν λίγη αγάπη με τα σαραβαλιασμένα τους μέλη. Αλλά η «Σάιλωκ» κοινωνία θα τους ζητήσει το φόρο από το κορμί τους, την ίδια τους την καρδιά αφήνοντάς τους να αργοσβήνουν στο κέντρο της πόλης.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 15 Απριλίου 2011)

photo: scalidi