Πεθαίνουμε σαν χώρα*

Δεν έχουμε βυθιστεί ποτέ πάλι σε τέτοια απάθεια. Έστω για το δράμα του διπλανού. Για πρώτη φορά βιώνει ο καθένας αποκομμένος τη δική του ατομική κατάσταση ως υπέρτατο δράμα και αδιαφορεί για τον άλλον. Ανεβάζει την τραγωδία στο μυαλό του, σχεδόν χωρίς θεατές. Το είχαμε μάθει αυτό από τον καιρό της ψευδαίσθησης ότι ακμάζουμε, έχουμε λεφτά, είμαστε σε καλύτερη μοίρα από τους παππούδες και τους πατεράδες μας. Όσο μοναχική ήταν η κορυφή μιας ψευτο-ανόδου τόσο πιο μοναχικός ο πάτος της. Γιατί ταυτίστηκε ο λόγος υπαρξής μας με το “να περνάμε καλά”. Και τίποτα παραπάνω.
Μια κενή φρασούλα, για το τρένο της καλοπέρασης που θέλαμε να προλάβουμε. Κι ας μην μπορεί να μας πάει πουθενά, αφού δεν υπάρχουν ράγες και βαγόνια να προχωρήσει.
Και τώρα, περιμένουμε λίγο οίκτο, λίγη λύπηση, αν γίνεται από την κυρία Μέρκελ με την απόκοσμη οικονομική δύναμή της να μας επιτρέψει να πεθάνουμε, αλλά μέσα στο ευρώ... Σχηματικά και υπαρξιακά μιλάω, γιατί πώς αλλιώς να μιλήσεις για έναν λαό που ήταν αποφασισμένος να κλείνει τα μάτια στην αλήθεια για δεκαετίες, αφημένος στην ιδιότυπη μοιρολατρία του ότι οι άλλοι θα βγάλουν το φίδι από την τρύπα; Οι άλλοι, οι άλλοι, οι άλλοι. Ποιοι άλλοι; Ποιος είναι ο άλλος;
Αυτό που πρωτίστως ζούμε σήμερα στην Ελλάδα είναι μια ανθρωπιστική κρίση. Που ξεκινάει από την παντελή έλλειψη σοβαρής βούλησης να γίνεται το οτιδήποτε, από το πιο μικρό έως το πιο μεγάλο, από την πλήρη απουσία της αίσθησης ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος και έχει μερίδιο στην πρωτοβουλία και την απόφαση, και εκτείνεται μέχρι το μαρασμό του συναισθήματος, του ενδιαφέροντος για το διπλανό επί της ουσίας, της αδυναμίας διαρκούς επιβεβαίωσης αυτής τη λέξης «φιλότιμο» από τον καθένα ξεχωριστά, στον τομέα του.
Ένας νεκρός στο λιγοστό χλοερό τόπο του Θησείου. Άστεγος. Κι αλλοδαπός, λέει. Πότε πάλι είχαμε νεκρό από το κρύο; Και τόση αδιαφορία πριν και μετά; Κι έξι καμένοι άνθρωποι στο Αιγάλεω, μέσα σε επιχείρηση με κινέζικα. Ποιος νοιάστηκε; Δεν ανοίγει ρουθούνι, τουλάχιστον από θλίψη για το γεγονός. Μπορεί η λύπη κάποτε να σε οδηγήσει να λάβεις κανένα μέτρο της προκοπής. Μπορεί. Η αδιαφορία απλώς δεν οδηγεί πουθενά. Μόνο να πεθαίνει ο καθένας μόνος του και να σαπίζει.
Η τηλεόραση, σου λέει, πουλάει αβέρτα τραγωδία και προσφέρει ανοσία στο κακό του άλλου, στο θάνατο του άλλου. Και με τον δικό σου θάνατο, τι θα γίνει;
Κι η ανεργία τρέχει μπροστά και θερίζει. Ο εργοδότης δεν διστάζει να απολύσει, ακόμη κι αν που θέλει απλώς να μεγιστοποιήσει το κέρδος του. Θα πεθάνει κι εκείνος μια μέρα μόνος, χωρίς να τον λυπηθεί κανείς.
Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούνται μελό οι άνθρωποι που βλέπουν τους αστέγους και θα δείξουν έστω το φιλότιμο να υγρανθεί η ματιά τους. Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούνται μελό εκείνοι που μιλούν για τους ανέργους, λες και είναι μακριά ο δρόμος αυτός για τους περισσότερους. Να βολέψει ο καθένας την πάρτη του, μάλιστα, αλλά θα πεθάνει μόνος και δεν θα τον λυπηθεί και κανείς. Και δεν θα χρειαστεί να είναι αλλοδαπός και φτωχός και μόνος. Αρκεί να πεθαίνει σ' αυτή τη χώρα.

*Παράφραση του τίτλου του θεατρικού έργου του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα».

photo: scalidi

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 11 Μαρτίου 2011)