Η υπεράσπιση του αυτονόητου

Μέτρα, μέτρα, μέτρα. Το 2010 ήταν η χρονιά των νέων μέτρων. Μέτρα, σου λέει, για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης και της οικονομικής ύφεσης. Αισθάνεσαι κάπως σαν να σου παίρνουν τα μέτρα για το αιώνιο ταξίδι έτσι και παρακολουθήσεις ειδήσεις στην τηλεόραση, τουλάχιστον στο διαδίκτυο διαβάζοντας τα νέα, δεν ακούς αυτό τον επικήδειο που σε ταράζει. Και αρχίζουμε από την 1η Ιανουαρίου 2011 την ακόμη δυσκολότερη χρονιά. Μάλιστα. Έρχεσαι να σκεφτείς πόσο κενή περιεχομένου είναι η λέξη “μέτρα”, όταν δεν είναι διατεθειμένος κανείς να ακολουθήσει έστω τα στοιχειώδη, τα αυτονόητα.

Ξεκινάμε. Σε καφέ, αρχικά. Μου φέρνουν τα ρέστα, αλλά όχι την απόδειξη. “Ε, συγγνώμη, την αποδειξούλα, ξεχάσατε”, τα πρώτα πεσμένα μούτρα, χρονιάρες μέρες. Μάλλον, με αναγκάζει να ξανασκεφτώ το φιλοδώρημα, κομμάτια να γίνει. Με ενόχληση το γκαρσόνι πετάει την απόδειξη στο τραπεζάκι. Ακολουθεί εστιατόριο, όλα ωραία, καλά τα περάσαμε, πήραμε το λογαριασμό και τα ρέστα μας. “Ε, συγγνώμη, την αποδειξούλα, ξεχάσατε”, όσο πιο γλυκά γίνεται το λέω και με χαμόγελο εκπάγλου αθωότητας. Άλλα μούτρα. Με κοιτάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, πώς τόλμησα να ζητήσω κάτι τέτοιο; Δεν έχει χτυπήσει τίποτα στην ταμειακή, κάθομαι μπροστά του μπάστακας και περιμένω την απόδειξη. Την αυτονόητη απόδειξη, την πολύτιμη απόδειξη. Έχω αποδυθεί σε κυνήγι αποδείξεων, αλλά εκείνοι δεν θέλουν να την “κόψουν”, τη ρημάδα.

Στα δε ταξί; Ε, εκεί ποιος βλέπει τον κύριο και δεν τον φοβάται... Τον κύριο ταξιτζή, εννοώ. Το φοβερό σφάλμα της ζωής σου να ζητήσεις απόδειξη, αν δεν έχει θελήσει εκείνος να τη δώσει μαζί με τα ρέστα -για να είμαι ειλικρινής κανά δυο συνάντησα συνεπείς πολίτες, νομοταγείς, που έπρατταν το απλό, το αυτονόητο, αυτό που προσπαθούν να επιβάλλουν με χίλια δύο μέτρα. Πρέπει να έχεις οπλιστεί με ιώβεια υπομονή, πειθώ και τέλος πάντων με ένα πρόσωπο που δεν σηκώνει κουβέντα: “ την απόδειξή μου, κύριε”, αλλιώς δεν θα πιάσεις ούτε τις αποδείξεις του αφορολόγητου.

Έχει συνέχεια το πράγμα, στο βενζινάδικο. Αμέ. Σου γεμίζει με αέρα το ρεζερβουάρ και το αντιλαμβάνεσαι όταν είναι πια αργά. Ανάθεμα, μέρες που είναι... Έχεις ζητήσει κι εδώ απόδειξη, άλλη δυσαρέσκεια. Δυσανασχετούν, βαριανασαίνουν, σε καταριούνται από μέσα τους, σε σιχαίνονται, σε διαολοστέλνουν για το καλό, μέρες που είναι...

Όλο μουτρωμένους συναντάς, μόλις ζητήσεις απόδειξη, λες και τους κλέβεις εσύ, ενώ θέλουν τόσο απεγνωσμένα να σε κλέψουν, με κάθε τρόπο. Και νιώθεις κάτι σαν μασκοφόρος εκδικητής που τολμάς να υπερασπιστείς το αυτονόητο, μόλις τους πεις τη λέξη “απόδειξη”. Πόσο σαπισμένη νοοτροπία, πόσο ζυμωμένοι με το κακό, το χειρότερο, το χείριστο. Και κάνουμε μούτρα, σαν θυμωμένα παιδιά που τα επέπληξαν. Μια ολόκληρη κοινωνία κάνει μούτρα, ενοχλείται, αηδιάζει, παθαίνει εμφράγματα και εγκεφαλικά που ακούει για νέα μέτρα και κυρίως, όταν ακούει τη φράση “ε, συγγνώμη, την αποδειξούλα ξεχάσατε”.
 
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" της 7ης Ιανουαρίου 2011)
 
photo: scalidi