Το «λευκό» κελί ενός εορταστικού τύπου

photo: scalidi

Είμαι έξαλλος. Κυρίως από τη σχέση μου με τις γυναίκες. Αυτές ευθύνονται που είναι οι νύχτες μου «λευκές» και όχι χριστουγεννιάτικες-αλληλούια. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Απευθύνω το κατηγορώ μου. Αυτές έχουν πάρει ψηλά τον αμανέ -λέω αμανέ και θυμήθηκα τη μακρινή τουρκική μου ρίζα, καθότι είμαι βαθύτατα ανατολίτης, ουχί φαλλοκράτης, δεν θέλω ειρωνείες- αυτές, λοιπόν, οι γυναίκες, με είχαν κάποτε στα όπα όπα. Και μην φανταστείτε πολλά χρόνια πίσω. Όχι, καμιά εικοσαριά το πολύ. Με είχανε καμάρι στη ζωή τους, πρώτη μούρη με καλούσαν στις βεγγέρες, όλο το χρόνο στις γιορτές και τις συνάξεις τους. Με πρόσεχαν, με φροντίζανε, με περιποιούνταν. Με τα χεράκια τους, με τον ιδρώτα του κορμιού τους, με την καλή τους την κουβέντα, με ανθόνερο με ραντίζανε. Τα τελευταία χρόνια έχω παράπονα. Σοβαρά παράπονα.
Γιατί εγώ είμαι ένας μη μου άπτου άνθρωπος. Θέλω να είμαι κύριος πάνω απ’ όλα. Με το λευκό μου το «πουκάμισο» ατσαλάκωτο. Είμαι συντηρητικός, βαθύτατα κλασικός, στην ηλικία μου πια. Με μέτρο. Ιδίως αυτό. Χωρίς την κατάλληλη μεταχείριση -δοσολογία στη μεταχείριση θα έλεγα καλύτερα- μπορώ να γίνω στρυφνός, να νιώθω αποτυχημένος και φρικτός, χωρίς μέλλον. Μα ποιο είναι το μέλλον μου, τέλος πάντων; Υπήρξα κάποτε πρωτοποριακός. Νεανίας φίνος. Και τώρα;
Τώρα, νιώθω σαν νούμερο σε επιθεώρηση της παλιάς εποχής. Με έχουνε ρεζιλέψει όσο να πεις. Εμένα τον μετριοπαθή και σοβαρό με έχουνε πάρει στο ψιλό και με έχουν κάνει κλισέ. Μάλιστα, κλισέ. Άκρως εορταστικό τύπο. Μα, είμαι μελαγχολικός, και ολίγον αλκοολικός κατά βάθος. Προτιμώ το ηδύποτο μαστίχας. Είμαι τελευταίος πια στις λίστες τους, αυτό είναι το μαράζι μου. Δεν θέλουν και πολλά πολλά μαζί μου, είμαι ντεμοντέ. Άκου ντεμοντέ.
Εγώ ο άντρας ο σωστός, ο πλήρης, με το βούτυρό μου, με όλα του τα λιπαρά που λένε, αλλά θερίζουν η χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια και οι υγιεινές διατροφές· ο γλυκός, αλλά να μην σε ξελιγώνω, βρε παιδάκι μου, γιατί είμαι και άντρας να κρατάω ένα πρεστίζ· αφράτος αλλά ίσα ίσα να φαίνομαι μυώδης, μην μπουχτίζεις άμα τη εμφανίσει μου· σκεπτόμενος και εμβριθής και πικάντικος σαν τα καβουρντισμένα μου αμύγδαλα, αλλά ανάλαφρος, μην σου πέφτω βαρύς κι έχεις πολλά προβλήματα.
Αλλά τώρα πια που ξέχασαν ότι εγώ προτιμώ το χειροποίητο, με καταντήσανε αγοραστό, μην πω αγοραίο. Σκέτη θλίψη. Τους κοιτάζω μέσα από το θολό γυαλί μου. Βιτρίνα. Έξω στολισμένα. Έχω ξεμείνει μόνος, εδώ. Δεν είμαι του γούστου τους. Μου κλέβουν τη δόξα άλλοι ξενόφερτοι, ως επί το πλείστον, σταρ των εορτών.
Μόλις μπήκε μια νεαρά ύπαρξη στο μαγαζί. Ζητάει από τον υπάλληλο να της γεμίσει κουτιά με κέικ, πουτίγκες, πίτες, σοκολατοειδή, μελομακάρονα και δίπλες. Εκείνος της κάνει τα γλυκά μάτια -ε, τι ζαχαροπλαστείο είμαστε- κι εκείνη με ενόχληση και ολίγον φαντασμένη χροιά του φωνάζει « Άσε μας, ρε παλιοκουραμπιέ!». Τι ήταν να το ακούσω… Ταράχτηκα. Είναι ήδη δύσκολη η ζωή μου ως κουραμπιέ. Αυτό με αποτελείωσε. Το κύρος μου έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Μα, να καταντήσω επιτιμητική βρισιά, εγώ ο κουραμπιές; Τινάζω τη ζάχαρη από το πέτο μου και θολώνω τη γυάλα να μην βλέπω έξω τα εορταστικά λαμπιόνια. Κλείνομαι μόνος στο λευκό μου κελί, μέχρι να καταλήξω στο πιάτο κανενός άξεστου «παλιοκουραμπιέ». Άμα πια!

(Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ραδιοτηλεόραση", τεύχος 2132, για την εβδομάδα 24-30 Δεκεμβρίου 2010)


(update)*****Α, και ο κουραμπιές τρώγεται πάντα με το κουταλάκι...