"Το γράψιμο ως τρόπος επιβίωσης"

"...Ο άνθρωπος δεν θέλει να βλέπει τα ελαττώματα και τα μειονεκτήματά του. Ο άνθρωπος βρίσκει πάντα τρόπο και αυθυποβάλλεται και αυταπατάται. Ο άνθρωπος πιστεύει στα ψέματα που επινοεί και τον βολεύουν, αλλιώς η ζωή μάλλον δεν υποφέρεται. Ο άνθρωπος είναι το δίποδο ον, που έχει την ικανότητα να ξεγελάει τον εαυτό του μέχρι αηδίας..."



Μια αφήγηση που μπορεί στην εντέλεια να "εξηγήσει" στο σημερινό αναγνώστη, γιατί η Ελλάδα προτού βιώσει την τωρινή οικονομική και δημοσιονομική της κρίση, προηγουμένως είχε καθρεφτιστεί σε ένα κατακερματισμένο κάτοπτρο, αναζητώντας την ταυτότητά της. Τη νεοελληνική της υπόσταση. Αυτή την αμφιλεγόμενη και σκανδαλώδη ύπαρξη που βυθίζεται στην  ευτέλεια και την ευκολία.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που είχε κυκλοφορήσει πριν από εφτά χρόνια. Η επανέκδοσή του τώρα πιο καίρια από ποτέ θυμίζει πού κοιτάξαμε τον εαυτόν μας την προηγούμενη δεκαετία και πώς σχηματίσαμε την εντύπωση για το ποιοι είμαστε. Αλήθεια, ποιοι είμαστε;
"Η επινόηση της πραγματικότητας" του Βαγγέλη Ραπτόπουλου από τις εκδόσεις Κέδρος. Δεν θα γράψω λέξη για την υπόθεση του βιβλίου. Είναι αρκετά έντονη και ιντριγκαδόρικα απλωμένη από το δημιουργό της, ώστε σε 671 σελίδες να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αν και μοιάζει ότι δεν θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει με τίποτα, παρά με τη μορφή αυτής της ισχυρότατης ειρωνείας που επιστρατεύει ο Ραπτόπουλος για να πει ό,τι τον πνίγει, ό,τι τον ερεθίζει, ό,τι τον ενοχλεί, ό,τι τον αφήνει έκπληκτο απ' αυτό το κομφούζιο της ελληνικής καθημερινότητας. Παίρνει το νυστέρι και σημαδεύει, κόβει τόσο ώστε να φτιάξει χαρακιές εθισμένου στον αυτοτραυματισμό αρρώστου. Γιατί αυτό κάνει: μας δείχνει την πληγωμένη πλευρά αυτού του νεοελληνικού κόσμου -προτού καταλάβουμε μόνοι μας πόσο πληγωμένοι είμαστε-, φτιάχνοντάς μας φουτουριστικά αφηγηματικά σχέδια πάνω στο πετσί μας. "...Να επινοήσω μια νεολληνική πραγματικότητα, μέσα στην οποία θα μπορώ εν συνεχεία να ζήσω. Το γράψιμο ως τρόπος επιβίωσης, υπό κάθε έννοια... Με την έννοια του να κερδίζεις, όχι τα προς το ζην, αλλά το ίδιο το ζην. Να γράφω για να ζω και να ζω για να γράφω...".
Το ενδιαφέρον είναι ότι το μυθιστόρημα έχει βασιστεί σε πάσης φύσεως υλικά και όχι σε ένα τεράστιο θέμα, όπως υπαινίσσεται με την κάθε είδους λογοτεχνική διακειμενικότητα που θέλει να πλέξει. Πρόκειται για μια λογοτεχνία εξωστρεφή. (Οπως λέει και ο Σωτήρης Δημητρίου, "η ποίηση μας εσωστρέφει και η πεζογραφία μας εξωστρέφει").  Που θέλει να μιλήσει με τον αναγνώστη της και το επιδιώκει αυτό παντοιοτρόπως. Με τον μπαϊλντισμένο από το "Νεοελληνιστάν", έχει να του εξιστορήσει τα κοινά τους προβλήματα. Με τον απλό παρατηρητή του φαινομένου, έχει να μοιραστεί την αποστασιοποιημένη ειρωνεία. Με το συγγραφέα ή λογοτεχνίζοντα ή τέλος πάντων επί των λογοτεχνικών αναρωτώμενο, έχει να τον τσιγκλίσει με συγγραφείς και φόρμες και νοήματα και διαστάσεις και κοινή αγωνία. Με κείνον που θέλει απλώς να διαβάσει μια ιστορία, έχει να του την πει και μάλιστα στο έπακρο, με εξουσία, βία, σεξ και αγωνία.
Και ακροβατεί: ανάμεσα σ' αυτό το νεοελληνικό υβριδικό κόσμο που έχει ως υλικό του το βιβλίο και την αμερικάνικη μεγάλη αφήγηση που θέλει να φέρει στα μέτρα της και να την οικειοποιηθεί. Εδώ υπάρχει και το κρίσιμο μεταίχμιο. Μπορούν να συναντηθούν ποτέ αυτές οι επιδιώξεις; Η χρυσή τους τομή υφίσταται; Με προβλημάτισε το βιβλίο ακριβώς πάνω σ' αυτό. Η συγγραφική περσόνα που κάνει την εμφάνισή της ως ήρωας της υπόθεσης του μυθιστορήματος προσπαθεί να ανταλλάξει ...την Ελλάδα που του αναλογεί, για λίγη Αϊόβα...
Η δύναμη του βιβλίου του Ραπτόπουλου που το θεωρώ το καλύτερό του από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα που εξέδωσε την επταετία που μας πέρασε, είναι τα ερωτηματικά που θέτει σ' αυτόν που θέλει να ερμηνεύσει τη νεοελληνική πραγματικότητα αλλά και τη σύγχρονη γραμματεία, κατά κάποιον τρόπο. Ψάχνει να εντοπίσει τις συνδέσεις. Ο μοναχικός πλανήτης αυτού του συγγραφέα είναι το ενδιαφέρον ότι βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος, τροφοδοτείται απ' αυτό και καγχάζει ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα πάρα το "απλό, γελοιωδώς απλό: πεθαίνεις στο τέλος".

 *
Από εδώ και κάτω απλώνεται ο προβληματισμός που ενέσκηψε από την ανάγνωση του βιβλίου του Ραπτόπουλου και δεν ξέρω αν έχει πια να κάνει με αυτό καθεαυτό.
Έχω την αίσθηση ότι λογοτεχνικά στη μικρή Ελλάδα -τη γεμάτη απέραντες ατομικότητες- επιβιώνει το ξεχωριστό που έχει εισπνεύσει την οικουμενικότητα και την έχει κάνει κτήμα της ύπαρξής του, λόγο της ύπαρξής του, δηλαδή το αρχετυπικό, το αρχέγονο, το υπό μία έννοια μεταφυσικό, το βαθιά υπαρκτικό. Στην καταδυναστευμένη από τη μαζικότητα Αμερική προσπαθεί μέσα από την υιοθέτηση του ξεχωριστού, του ιδιαίτερου, του απολύτως ατομικού να υπάρξει η λογοτεχνική ματιά. Προκειμένου να λάμψει πάνω από τη μάζα. Και να ακουστεί η φωνή της. Και να την τιθασεύει τη μάζα, να κυριαρχήσει πάνω της. Στην Ελλάδα δεν το είχαμε ανάγκη  να το υιοθετήσουμε δημιουργικά -για χρόνια τουλάχιστον- ως ψυχισμός όλο αυτό. Δεν ξέρω παρακάτω. Ως αναγνωστικό κοινό θέλουμε ίσως να ακούσουμε το Ροθ που θα μας πει ότι νομίζει ότι είναι βυζί, αλλά δεν μας ενδιαφέρει (;), δεν μας έχει απασχολήσει και πολύ να σκεφτούμε να γράψουμε σαν κι εκείνον κάτι τόσο τραγελαφικό για να κερδίσουμε το μερίδιο της ...Αϊόβα που μας αναλογεί. Ίσως.
Αντιγράφω τις λέξεις του Γιώργου Χειμωνά από το κείμενο με τίτλο "Η βιογραφία της όρασής μου" (Από τον εξαιρετικά πολύτιμο τόμο με τα "ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ" του Γιώργου Χειμωνά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με εισαγωγή, επίμετρο και χρονολόγιο του Ευριπίδη Γαραντούδη): "...Πιστεύω πως ο σκοπός της Τέχνης είναι ένα πράγμα πάρα πολύ συγκεκριμένο. Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της το ανεκπλήρωτο όραμα του ανθρώπου, μια φυσική ίσως αθλιότητα, δεν είναι απλά κοινωνική ή περιπτωσιακή. Είναι και αυτά, αλλά μαζί είναι και κάτι άλλο πιο οριστικά αδικημένο. Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της αυτή την αθεράπευτη στέρηση του ανθρώπου, να τη δουλεύει και να την επιστρέφει πάλι στους ανθρώπους. Αλλά αυτή τη φορά να την παραδίδει μέσα σε μια λαμπερή φαντασμαγορία, τεντωμένη από ένα δίκαιο όσο και συγκινητικό μεγαλείο, μέσα σε μια απέραντη ευφορία...".