'Ενα χεράκι που χωράει όλον τον κόσμο


Είναι η πρώτη χρονιά φέτος που μετά τα παιδικά  μου χρόνια, αποφάσισα να νικήσω τη μελαγχολία των εορτών. Το έκανα με σύστημα. Αν και όσο το Jumbo μετρούσε τις μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα, εγώ χλεύαζα και ειρωνευόμουν τις γιορτές, ένα βράδυ στόλισα δέντρο. Και το χάρηκα. Από μόνη μου. Χωρίς να μου το επιβάλλουν οι συνθήκες.

*
Ύστερα, βγήκα νωρίς στους δρόμους, πριν φτάσουν οι απαγορευτικές μέρες και αγόρασα δώρα, πρωτα για μένα και μετά για τους άλλους. Το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανα, ήταν να συγχωρήσω τον εαυτόν  μου. Σε ό,τι με ενόχλησε. Και μετά συγχώρησα και μερικούς από τους άλλους. Γύρω μου. Αν και όταν φτάνω στο σημείο να συγχωρώ, έχω ήδη αποχωρήσει, είναι ωραία να φεύγω ανάλαφρη σαν πούπουλο.

*
Είναι η ελαφριά καρδιά που ανοίγει ένα λικεράκι βύσσινο και κεράσι σαν και τούτο που συνοδεύει το παρόν ποστ. Με ελαφρά τη καρδία, λοιπόν, κατάφερα να εγκαθιδρύσω ωραίες σχέσεις φέτος στη ζωή μου. Αυτό είναι το δικό μου βασίλειο. Πολύ ωραίους φίλους. Γοητευτικούς ανθρώπους. Κάποιους τους αποχαιρέτησα, με το δέοντα τρόπο, μελό είμαι το παράκανα, άλλους τους χάρηκα να τους βλέπω να ανοίγουν δρόμους καινούριους, ελεύθερους ορίζοντες στη ζωή τους, σαν τη Γ. και τη Χ. που βρήκαν το θάρρος και ξεφοβήθηκαν λίγο τον εαυτόν τους. Είμαι περήφανη γι' αυτές.

*


Κι όσο αλάφραινα εγώ τόσο αγρίευαν οι άλλοι. Στο δρόμο οι ζητιάνοι πλήθυναν ασύλληπτα. Είδα το πρόσωπο της γυναίκας που επαιτούσε με μαύρα ρούχα σκυμμένη στα γόνατα, χωρίς να κοιτάζει ποτέ τους περαστικούς. Σκληρό πρόσωπο. Είδα το πρόσωπο της βρώμικης πόλης. Σκουπίδια παντού. Χωρίς έλεος οι κάτοικοί της ασελγούν εις βάρος τους. Σκισμένες σακούλες που θα έπρεπε να είχαν όλοι κρατήσει στο μπαλκόνι τους, αλλά τελικά τις πέταξαν στα ίδια τους τα μούτρα. Αδίστακτα. Στο δρόμο δυο μεθυσμένοι κατρακυλούν στα βήματα τους. Πιο πέρα ένα παζάρι φρικτό στον Άγιο Νικόλαο, κάθε Σάββατο μεσημέρι που φτάνει μέχρι το βράδυ. Ήθελα να βγουν όλοι από τα γυαλιστέρα τους τζιπ με τα φιμέ τζάμια και να έρθουν μια βόλτα στο παζάρι, με τα άπλυτα μωρά με τα γυμνά πόδια που μπουσουλάνε στη μέση του δρόμου.
 *



Πιο πέρα, από την  τραβηγμένη κουρτίνα-σεντόνι του υπογείου, ξεπροβάλλει ένα σπίτι ντυμένο στα χαλιά, χωρίς έπιπλα, μόνο ό,τι έχει μαζευτεί από τα σκουπίδια κι ένα ψυγείο σκουριασμένο. Ντράπηκα που κοίταξα. Η γύμνια η δική μου απέναντι στους άλλους. Εγώ θα είμαι στο χωριό, στο ζεστό μου σπίτι, αγκαλιά με τους αγαπημένους μου, τρώγοντας γλυκό ψωμί, κι εκείνοι θα είναι μόνοι αφημένοι εδώ. Τα σκουπίδια μου είναι η ζωή τους. Χωρίς μελό εδώ. Σκέτη αλήθεια. Για όποιον θέλει να την αντικρύζει. Για όποιον. Οι άλλοι, ας μείνουν στα γυαλιστερά τους πάρτι, με τα απαστράπτοντα χαμόγελα και τα κενά βλέμμματα. Εγώ θα χαμογελάω με το μικρούλι που συντροφεύει το μπαμπά του στο δρόμο και ξέρει ότι δεν θα ζητήσει τίποτα για δώρο, γιατί αυτό είναι το δώρο του για τον μπαμπά του.
Ενα χεράκι που χωράει όλον τον κόσμο.

*

Εγώ το ήξερα ότι δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης και το βαθύ προτοκαλί αυτοκινητάκι που θυμάμαι ως πρώτο χριστουγεννιάτικο δώρο μου το έφεραν ο μπαμπάς και ο παππούς από το Ναύπλιο, αλλά κάθε χρόνο τον συναντάω το γέροντα, με τα λευκά μαλλιά, τα μακριά γένια και το πνεύμα του που λάμπει λοξά στα μάτια του. Κάθε χρόνο τον συναντάω. Στο δρόμο. Μου κλείνει το μάτι η στιγμή κι αυτό είναι το πνεύμα των Χριστουγένων. Αυτό. Σκέτο. Και φέτος τον είδα. Μου έκλεισε το μάτι η αλήθεια και το παραμύθι έλαμψε πιο φλογερό κι από τη χρυσόσκονη όλου του κόσμου. Έσερνε ένα σάκο σκουπίδια. Και κοιμόταν έξω τη νύχτα. Δίπλα σε ένα πάρκο. Έξω από μια τράπεζα. Με μια κουβέρτα. Και χαμογελούσε με χαλασμένα δόντια. Και τα μάτια του άστραφταν, λυπημένα, όσο το σαξόφωνο της πόλης έπαιζε το σκοπό του κι έπαιρνε τη θλίψη και την έκανε να αιωρείται ψηλά, μελωδία. Τάχα μου χριστουγέννιατικη μελαγχολία.