«Κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ»


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 31/10/2009)


«…Το χιόνι σκεπάζει: τα σκουπίδια, τα παλιοσίδερα, τις ακαθαρσίες, την απειλητική κοίτη του ποταμού, τη μυρωδιά από τα γουρουνάδικα, τη φτώχεια, την εξαθλίωση των δύο χιλιάδων Τσιγγάνων. Σκεπάζει ακόμη και τα σκοτωμένα ποντίκια που τις άλλες μέρες προσπερνάμε περπατώντας ανάμεσα από τις παράγκες. Λένε πως για κάθε ποντίκι που βλέπεις υπάρχουν γύρω σου άλλα εκατό. Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ. Το χιόνι σκεπάζει –τον πόλεμο και τις πληγές μας…»

 Είναι μια ιστορία από κείνες που θα τις λέγαμε τραγικές. Και θα συγκινούμασταν. Μπορεί και να δακρύζαμε. Και θα καθαρίζαμε. Θα αισθανόμασταν άνθρωποι. Για λίγο. Αλλά θα ήταν αρκετό αυτό; Μπορεί να έφτανε στο μονόστηλο μιας εφημερίδας ή στο δραματοποιημένο τρίλεπτο ρεπορτάζ ενός δελτίου ειδήσεων. Μπορεί.
Μια αληθινή ιστορία. Του Δεκεμβρίου του 1999, ξημερώματα του νέου αιώνα. Τόσο αληθινή που την έγραψε σαν πικρό παραμύθι ο Θανάσης Τριαρίδης –είχε δημοσιευτεί μάλιστα στην τελική της μορφή σε χριστουγεννιάτικη έκδοση της Φιλολογικής Βραδυνής στις 21/12/2003- όχι για να την ξορκίσει, αλλά για να μην ξεχαστεί.
Πώς να ξεχαστεί κάτι που συμβαίνει ακόμα; Πρόκειται για την ιστορία με τίτλο «Ονειρεύτηκα τα Λευκά Χριστούγεννα» που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση από το «διάπυρον» με την ιδανική προσθήκη: ζωγραφιές από την Έλλη Γρίβα. Η σκληρή και άγρια και συγκινητική μαζί εικονογράφηση ή καλύτερα ζωγραφική αναπαράσταση της ιστορίας από την εικαστικό καλλιτέχνη –που διαθέτει στο ενεργητικό της ατομικές εκθέσεις, αλλά και σημαντικές συμμετοχές σε ομαδικές καλλιτεχνικές προσπάθειες- προσθέτει στη φόρτιση του κειμένου όλα εκείνα τα συναισθήματα που οφείλει να νιώσει ένας άνθρωπος. Συνάμα αποτελεί και ένα κριτικό σχόλιο για την ίδια μας την ανθρωπιά και τις διαστάσεις της. Πού εξαντλείται; Πόσο χρήσιμη κρίνεται εκ του αποτελέσματος τελικά; Πόσο ικανή είναι η ανθρωπιά μας να βοηθήσει εκείνους που έχουν ΑΝΑΓΚΗ, τεράστια ανάγκη; Φτάνει η ανθρωπιά για να γίνει ο κόσμος κατά τι καλύτερος;


Οι δημιουργοί της έκδοσης θέλουν να μην περάσει στη λήθη αυτή η Ανάγκη. Δικαίως. Είναι ο όρκος ενός ρομαντικού συγγραφέα και ακτιβιστή και ανθρώπου αυτό το σκληρό αληθινό παραμύθι. Αρκεί; Μιλάμε για ανθρώπους στον τσιγγάνικο μαχαλά στο Γαλλικό ποταμό που ζουν σε άθλιες συνθήκες. Ξεχασμένοι. Κάτω από το πέπλο του χριστουγεννιάτικου χιονιού που τα σκεπάζει όλα και τα κρύβει και τα τυλίγει στην ψύξη για να μείνουν ζωντανά. Η φωτιά μιας ξυλόσομπας σημαδεύει ανεπανόρθωτα τη ζωή ενός μικρού κοριτσιού που κατέστρεψε το πρόσωπό του. Μαζί με το δέρμα που λιώνει, καταρρέει και η μάσκα της υποκρισίας του κόσμου που κάνει ότι δεν γνωρίζει την ύπαρξή του, το δράμα του, τη θλιβερή του ζωή.
Κάτι ικμάδες ανθρωπιάς από λίγους ανθρώπους που νοιάζονται πραγματικά, θα φροντίσουν να κάνει τον αντιτετανικό ορό για να μην πεθάνει από το ατύχημα το κορίτσι. Ένα κορίτσι σχεδόν χωρίς όνομα. Μια Μαρία, ας πούμε. Μέσα στο εορταστικό πνεύμα των Χριστουγέννων, μια χαίνουσα πληγή. Να θυμίζει την ανάγκη των άλλων. «…Γι’ αυτό, μη ρωτήσεις ποιος σκότωσε τους πεινασμένους στα γκέτο, τους μετανάστες στα βουνά, το κορίτσι που θέλησε να ζεσταθεί με τα σπίρτα. Εσύ είσαι –εγώ είμαι. Ω ναι, ανάγκη. Ένα κορίτσι δίχως όνομα κάηκε στη σκουριασμένη σόμπα, σε μια νάιλον παράγκα, στην κοίτη του Γαλλικού, εκείνα τα Λευκά Χριστούγεννα του περασμένου αιώνα…».