Τι να τις κάνω τις λέξεις σας;

Μέσα τα χαμηλά φώτα μιας φιλολογικής εκδήλωσης. Απέξω μια γυναίκα. Μεσήλικη. Με το χέρι απλωμένο. Γκρίζες τούφες την περιβάλλουν. Τα μαύρα της ρούχα. Και το κλάμα της. Όχι εκείνο του ψεύτικου παρακαλετού. Κλάμα, ρε παιδάκι μου. Κλάμα. Σκέτο. Απόγνωσης. Ξέρεις τι είναι η απόγνωση; Θέλω να της πω, μην κλαις και μην λυπάσαι. Δεν μπορώ με άλλον τρόπο παρά με ένα νόμισμα. Ψυχρό. Στρογγυλό να γλιστράει και να μην αφήνει γωνίες-αγωνίες. Και μέσα οι φιλολογίες. Τα χειροκροτήματα. Τα χαμόγελα. Οι χειραψίες. Κοσμικά βλέμματα.
Απέξω η απόκοσμη ψυχή. Απέξω. Τι να τις κάνω τις λέξεις σας; Δεν παρηγορούνε. Η δική της λέξη που ξεστόμισε, διαφύλαξε τη βραδιά μου. Η δική της ευχή, της απόγνωσης.