Η τέχνη του να είναι κανείς αυθεντικός


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο, 5/9/2009)

«…Όχι. Αυτή δεν ήταν η Αφρική μου. Όχι αυτή η βροχερή Αφρική με τα σάπια φρούτα. Όχι αυτή η Αφρική του αίματος και της σφαγής. Η Αφρική που αγαπούσα ήταν η μακριά, η κυματιστή, ξερή κι άγονη έρημη γη προς το Βορρά. Αυτή η γη με τις βούλες της λεοπάρδαλης, όπου οι επίπεδες στην κορυφή τους ακακίες φύτρωναν όσο έβλεπε το μάτι και όπου υπήρχαν τα ασπρόμαυρα πουλιά καλίνο και οι ψηλές, κόκκινες φωλιές των τερμιτών. Γιατί, όσες φορές γύρισα σ’ αυτή την Αφρική και είδα καραβάνια με καμήλες, ή ένα τοπίο με λευκές σκηνές, ή ένα μοναχικό μπλε τουρμπάνι μέσα στον πύρινο ήλιο, ήξερα πως, ό,τι κι αν λένε οι Πέρσες, ο παράδεισος δεν ήταν κήπος, αλλά μια έρημος με άσπρα αγκάθια…»


Δεν υπήρξε δανδής όπως ο εμπνευστής και δημιουργός του Ντόριαν Γκρέι κι ας τον παρομοίωσαν με το πορτρέτο του. Διέθετε προσχηματικά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός πρίγκιπα –ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια, ψιλόλιγνη φιγούρα-, αλλά προτίμησε να χωρέσει στα ταξιδιωτικά άρβυλα, γυρνώντας την πλάτη στα παχιά χαλιά του οίκου Sotheby’s που κατέκτησε ήδη από το τέλος της εφηβείας του και την αρχή της πρώτης του νεότητας, ξεκινώντας από κλητήρας και φθάνοντας να γίνει διευθυντής.

Η αμφισεξουαλικότητά του και ο θάνατος τελικά από AIDS ήταν οι πιο πιπεράτες ψηφίδες που συνέβαλαν κι αυτές με τη σειρά τους στο χτίσιμο ενός λογοτεχνικού μύθου· ενός λογοτεχνικού μύθου αντάξιου του ταλέντου του. Του ταλέντου του να «βλέπει» και να ξεχωρίζει την αυθεντικότητα, είτε αφορούσε αντίκες και έργα τέχνης είτε μοναδικές προσωπικότητες. Άλλωστε κι αυτό δεν είναι ένα έργο τέχνης; Το να δημιουργήσεις μια προσωπικότητα και δη τη δική σου, που να αγγίζει τα όρια του μύθου;

Ο ίδιος, ο Bruce Chatwin (Μπρους Τσάτουιν), το κατάφερε για τον εαυτόν του. Κάτι αντίστοιχο είχε κατορθώσει με λίγο πιο εντυπωσιακά –μάλλον κλασικά και λίγο πιο «λογοτεχνίζοντα»- υλικά ο Όσκαρ Ουάιλντ: χωρίς τέλος ειρωνεία, καλλιτεχνική ευαισθησία, ταλέντο να επιβάλλεις τον εαυτόν σου και το προσωπικό σου περίγραμμα με κάθε κόστος. Ο Τσάτουιν διέθετε τα φόντα εκείνα ώστε να γίνει και να είναι και τελικά να μείνει ως αυτό που άλλοι δεν τολμούν και ποτέ: ο εαυτός του. «…δεν είναι ολόκληρη η βρετανική τέχνη –σε αντίθεση με την πορνογραφία- έμμεση; Οι περιγραφές της σεξουαλικής πράξης είναι τόσο βαρετές όσο και οι περιγραφές τοπίων της φύσης ιδωμένων από τον αέρα –κι εξίσου επίπεδες: αντίθετα η περιγραφή του Φλομπέρ του δωματίου της Έμας Μποβαρί σ’ ένα κακόφημο ξενοδοχείο της Ρουέν, πριν και μετά την πράξη, αλλά όχι κατά τη διάρκειά της, είναι ασφαλώς το πιο ερωτικό απόσπασμα της σύγχρονης λογοτεχνίας…».

Ακραιφνής, αντιφατικός, γοητευτικός, σπινθηροβόλος, όπως προκύπτει από την ίδια του τη γραφή που βρήκε τη θέση της στη λογοτεχνία, υπερβαίνοντας την απλή ταξινόμηση ως ταξιδιωτική και μόνον. Διαβάζοντας για τον Τσάτουιν βρήκα προσωπογραφίες του που τον αντιμετώπιζαν είτε ως αγγελική φιγούρα είτε ως μεφιστοφελική φυσιογνωμία. Των άκρων. Όπως αγαπά η δημοσιογραφική οπτική ή η μανιχαϊστική πατίνα του χρόνου να αποδίδει σ’ αυτούς που αποφασίζει ότι υπήρξαν πρωταγωνιστές, για να «κλέβει» κάτι από την αίγλη τους. «…Όλες οι θρησκείες έχουν διατυπώσει κάποια πίστη στην αθάνατη ψυχή, η οποία πετάει και φεύγει μετά το θάνατο και μερικές έχουν θεωρήσει ότι μπορεί να αναχαιτιστεί η δυσάρεστη πραγματικότητα του θανάτου αν οργανωθεί η απομάκρυνση της ψυχής ενώ το σώμα αναπνέει ακόμη. Αλλά η ψυχή χρειάζεται κάποιο «όχημα» -κάποιο μεταφορικό μέσο, όπως ένα άρμα, μια φτερωτή σέλα (και ας μην ξεχνάμε πως, για 3.000 χρόνια ο άνθρωπος έκλινε προς την αίσθηση κάποιας πτήσης επάνω σε άλογο που καλπάζει). Τα αμαξάκια και τα καρουσέλ στα λούνα παρκ της εποχής μας είναι οι τελευταίες επιβιώσεις των «οχημάτων» του ευρωπαϊκού φολκλόρ που μας επιτρέπουν να «τεθούμε εκτός εαυτού»…».

Αν φανταστούμε μια δημοπρασία των Sotheby’s για λογοτεχνικές μορφές, υποθέτω θα τον εκθείαζαν με τα σχόλια που έχουν κάνει για κείνον σπουδαίοι συγγραφείς και άνθρωποι της Τέχνης. Ο Σάλμαν Ρούσντι τον έχει χαρακτηρίσει τον πιο λαμπρό συγγραφέα της γενιάς του, παραβρέθηκε κιόλας στην κηδεία του, το 1989 στην ελληνορθόδοξη εκκλησία του Λονδίνου, παρόλο που κινδύνευε τότε -λόγω φετβά- για το βιβλίο του «Σατανικοί στίχοι». Ο σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ ο οποίος γύρισε και ταινία με τον τίτλο «Cobra verde» ένα από τα βιβλία του Τσάτουιν, είπε γι’ αυτόν ότι ήταν ένας από τους μεγάλους παραμυθάδες της εποχής. Το τελευταίο «υλικό στοιχείο» από τον Τσάτουιν έμεινε για πάντα στην Καρδαμύλη, ενώ λίγο πριν πεθάνει, είχε στραφεί προς την ελληνορθόδοξη παράδοση. Όλα τα συστατικά του μύθου του σε πλήρη απαρτία: μαζί και η αγάπη του για τα σημειωματάρια moleskine που όταν το 1986 ανακοίνωσε η εταιρεία ότι έκλεινε το εργοστάσιό της, πήγε και αγόρασε όλα τα αποθέματα.

Στις ταξιδιωτικές του αποσκευές και στη βάση των κειμένων του θάλλει απαστράπτουσα η κλασική λογοτεχνία και το ιδιαίτερο προσωπικό του ύφος βρήκε την έκφρασή του μέσα απ’ αυτή και χάρη σ’ αυτή.

Στο βιβλίο του με τίτλο «Τι γυρεύω εδώ» (εκδόσεις Χατζηνικολή, το σύνολο του έργου του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή άλλωστε), σε μετάφραση Τάκη Κιρκή, είναι χαρακτηριστικό το κείμενό του που αφορά την τότε Σοβιετική Ένωση, με τις μορφές των Γκόργκι, Πούσκιν, Τσέχοφ, Τουργκένιεφ, Τολστόι να αναδύονται μέσα από τις λέξεις του. «…Η εικόνα της Ρωσίας ως ποταμού ή ως βραδυκίνητου πλοίου επαναλαμβάνεται πολύ συχνά στη μουσική της, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική της…».

Το ύφος του είναι ένα αμάλγαμα ανθρωπολογικών, πολιτιστικών, βιογραφικών, αυτοβιογραφικών και ιστορικών στοιχείων που διαπλέκονται σε μια αφήγηση σφριγηλή –με ποιότητα σαν του «Δάσκαλου» Χέμινγουέι- («…ίσως με βάση την αρχή του Χέμινγκγουεϊ πως, αν καταστρέψεις κάτι, αυτό το κάτι θα υπάρχει πάντα…»), ελκυστική για τον αναγνώστη που τον απορροφά και τον κρατά προσηλωμένο στο ξεδίπλωμα ιστοριών που πρωταγωνιστούν ενδιαφέροντες άνθρωποι και ιστορικές προσωπικότητες. Φυσικά, ο ίδιος αναπλάθει την πραγματικότητα, γι’ αυτό υπέστη συχνά την κριτική ότι αυτά που έγραφε –ακόμη και όσον αφορά τις συναντήσεις του με διάσημες προσωπικότητες του 20ου αιώνα- , δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε στα ρεαλιστικά γεγονότα, αλλά στη δική του ερμηνεία. «…Δεν εμπιστεύομαι ποτέ τους ασθενείς που κάνουν διαγνώσεις για τις παθήσεις τους. Τους υποπτεύομαι πως έχουν κρυφές θεραπευτικές δυνάμεις, αυτοθεραπευτικές, για τις οποίες δε γνωρίζει τίποτε η επιστήμη…». Ο νομαδικός τρόπος ζωής του ασκεί μια ανυπέρβλητη γοητεία. Ο ίδιος άλλωστε ακολουθεί τη φιλοσοφία της διαρκούς μετακίνησης ως πράξη ζωής. «…Υπάρχει ένα σουφιστικό ρητό που λέει: «Ελευθερία είναι η απουσία των επιλογών»…». Φαίνεται και ο Μπρους Τσάτουιν δεν είχε άλλη επιλογή από το να γίνει μύθος και μάλιστα λογοτεχνικός.


Στον Purple Overdose που του το χρώσταγα...