Του συρμού


Μέσα στο τρένο. Με λίγο κόσμο. Στηρίζεται εκείνη στην κολώνα του βαγονιού. Με ένα μωρό στην αγκαλιά. Δεν σηκώνεται κανείς να της παραχωρήσει τη θέση του. Παρατηρώ ότι μάλλον είναι και έγκυος. Κάτω από τα μακριά φουστάνια, προσπαθώ να μαντέψω. Ο ηλικιωμένος κύριος δίπλα μου από εκείνους που θέλουν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, η φωνή της λογικής, το πνεύμα της ανθρωπιάς, ζητάει κάποιος να δώσει τη θέση του στη γυναίκα με το μωρό. Σπαρακτικά το ζητάει.

*
Τον αγνοούν. Με απέραντη απάθεια. Μην μας ξεγελούν οι φωτιές, η απάθεια εξαπλώνεται πιο γρήγορα κι από την ταχύτητα του φωτός. Τελικά, δεν σηκώθηκε κανείς. Η γυναίκα παρέμεινε όρθια. Το μωρούλι ανακλαδιζόταν στην αγκαλιά της και μια στιγμή έστρεψε το πρόσωπό του στον κύριο που το υπερασπίστηκε και μου φάνηκε ότι του έσκασε ένα μωρουδίστικο ξεκαρδιστικό χαμόγελο.

*
Η καθοριστική λεπτομέρεια του στιγμιότυπου: η γυναίκα ήταν τσιγγάνα. Απλό. Γι' αυτό ορθωμένο το συρματόπλεγμα απέναντί της. Πολύ τρυφερή με το μωρό της, σχεδόν ντροπαλή, με κόκκινα μάγουλα και δυο μακριές πλεξούδες να περιβάλλουν τη μορφή της. Λες από άλλη εποχή βγαλμένη. Και το μωρό να την αγγίζει με ανάγκη. Οι πιο τρυφερές στιγμές μητρότητας που έχω αντικρίσει, είναι από τσιγγάνες στο τρένο ή το μετρό. Είναι εκδηλωτικές και απολύτως αφοσιωμένες στη φροντίδα του μωρού που κρατάνε, προφυλαγμένες σε ένα ιδιότυπο κουκούλι και δεν μπορεί να τις πειράξει καμία απάθεια, αγένεια, κανένα συρματόπλεγμα του κόσμου.