Στο περιθώριο του Αμερικανικού Ονείρου, υπό το πρίσμα του τρόμου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 1/8/2009)

«…Αυτό είχε μάθει από τη ζωή του μέχρι εδώ: ποτέ να μην περιμένει πολλά. Ήταν φτιαγμένος για να είναι μοναχικός, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Και ως παιδί, και ως έφηβος, και οπωσδήποτε τώρα. Καμιά φορά ένιωθε σαν να ήταν σ’ όλη του τη ζωή φευγάτος –εξορία, μακριά από εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται και, σαν τους στρατιώτες , στήριζε όλες τις ελπίδες του στην επιστροφή. Νοσταλγός ενός τόπου όπου δεν είχε πάει ποτέ…»




Ένα αντίστροφο Αμερικανικό Όνειρο, ένα ταξίδι προς την προσωπική καταστροφή αντί την αυτοπραγμάτωση και την κατάκτηση της κορυφής. Τι γίνεται όταν αυτή η μοίρα του Ατόμου που βρίσκεται αποκλειστικά στα δικά του χέρια τα οποία υπογράφουν και την τελειωτική του καταδίκη, δεν βρίσκει αποκούμπι σε καμία πραγματική συλλογικότητα –και όχι φαντασιακή- και τελικά οδηγείται στην απελπισία και την τραγωδία με όρους Θεάματος πλέον; Τι γίνεται, όταν αυτή η μοναχική ανθρώπινη οντότητα κατορθώνει να καταστραφεί άνετα μόνη της, σε αδιάφορη κοινή θέα μάλιστα, ακριβώς επειδή δεν βρέθηκε κανένα δίχτυ ασφαλείας, καμία δικλείδα προστασίας έστω από τον πλησίον κοινωνικό ιστό, ώστε ακριβώς να αποφευχθεί το χειρότερο;
Βέβαια, μιλάω για μια ιστορία μυστηρίου που όμως αποτελεί μία τόσο αποτελεσματική και ξεκάθαρη ακτινογραφία της αμερικανικής κοινωνίας –έστω των περιθωρίων της- ώστε συνιστά μιαν αφήγηση που αποκαλύπτει τα τρωτά σημεία, τις πληγές και τα κακώς κείμενα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο επίκεντρο τίθενται από τη συγγραφέα Τζίλιαν Φλιν (Gillian Flynn) οι άνθρωποι και τα δεινά τους (φτώχεια, αλκοολισμός, ναρκωτικά, σατανισμός, θρησκοληψία,), δίνοντας φωνή στο θύμα –και μόνη επιζήσασα- μιας οικογενειακής σφαγής στο Κίνακι. Πρόκειται για το μυθιστόρημα που κυκλοφορεί στη χώρα μας με τον τίτλο «Σκοτεινός τόπος», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση της Γωγώς Αρβανίτη. Ένα πλάσμα μόνο του, μια κοπέλα στιγματισμένη από τον ίδιο της τον εαυτό και την προσωπική της τραγωδία που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το δράμα της, μπας και επιζήσει, με μια δικαίως ανάπηρη ψυχή, ανίκανη να δεχτεί ή να αναγνωρίσει την αγάπη, γυρίζει στο τραυματικό της παρελθόν. Με κυνισμό και αλήθεια. Και ψάχνει απαντήσεις. Λυτρωτικές. Επί πληρωμή. «…Οι φόνοι μού είχαν αφήσει ένα μόνιμο κουσούρι σε ζητήματα κρίσης. Νόμιζα πως θα μου συμβούν όλα τα κακά του κόσμου, γιατί όλα τα κακά του κόσμου μού είχαν ήδη συμβεί…».

Το Κακό με το μανιχαϊστικό τρόπο που κατορθώνει να επιβάλλει την παρουσία του στην αμερικανική σκηνή, δεν είναι μια καλή δικαιολογία για όλα. Οι άνθρωποι-θεατές-κομπάρσοι της ρεαλιστικής πραγματικότητας αυτού του τεράστιου θεάτρου που αποτελεί η ίδια η Αμερική, όταν αποφασίζουν να ψάξουν –έστω και επί πληρωμή, η ηθική ανταμοιβή και η αποκατάσταση της αγάπης είναι κι αυτή μια κατάκτηση που περιλαμβάνεται στο λογαριασμό της αναζήτησης εντέλει- τα αίτια της σήψης και της υποβάθμισης και της ανέχειας ψυχής τε και σώματος, έρχονται αντιμέτωποι με μια πολύ σκληρή και σύνθετη πραγματικότητα που δεν χωράει ψευδοπροφήτες και ευαγγελιστές της μίας και μοναδικής Αλήθειας. Αυτά σε κάνει να σκεφτείς η Τζίλιαν Φλιν που γράφει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία μυστηρίου και χρησιμοποιεί το κάτοπτρο του τρόμου για να δείξει μέσα από το ραγισμένο και θολό γυαλί έναν κόσμο πληγωμένο, «καταραμένο» και υποταγμένο στη μοίρα του εφιάλτη της αποτυχίας, τη σκοτεινή πλευρά των ΗΠΑ, το περιθώριο των ανθρώπων που δεν ποντάρει κανείς πάνω τους για να κερδίσουν μια θέση στον ήλιο του Αμερικανικού Ονείρου. Είναι η μεγάλοι χαμένοι, οι μεγάλοι ηττημένοι.
Μ’ αυτούς αποφασίζει να ασχοληθεί η συγγραφέας. Με τρόπο που αναγκάζει τον αναγνώστη της, να παρακολουθήσει με τεταμένο ενδιαφέρον την υπόθεση που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του. Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους: το παρελθόν και τη μέρα της σφαγής, καθώς και την τρέχουσα εξέλιξη αναζήτησης του δολοφόνου ή των δολοφόνων από τη Λίμπι Ντέι. Την κοπέλα που ήταν τότε, 7 χρονών, και διασώθηκε. Με πληγές. Μέσα και έξω της. «…Οι στενοχώριες σε βρίσκουν από μόνες τους, δεν χρειάζεται να τις προκαλείς…». Τα δάχτυλα που της λείπουν, εκείνα είναι που υψώνει καταγγελτικά καταρχάς προς τον ίδιο της τον εαυτό. Χωρίς ίχνος αυτοεκτίμησης και με τόσες ψυχικές εκκρεμότητες μέσα της η κλεπτομανής νεαρή γυναίκα ξεκινά την οδυνηρή περιπέτεια προς τα πίσω. Για να κλείσει τους λογαριασμούς. «…Δεν γινόταν να ζήσω έτσι, με τον Μπεν στη φυλακή, το ζήτημα της ενοχής του αιώνια ανοιχτό. Έπρεπε να κλείσει. Έπρεπε να μάθω. Εγώ, εγώ. Πάντα η ίδια εγωίστρια…».

Η Τζίλιαν Φλιν, κατορθώνοντας να αποσπάσει τα ιδιαίτερα επαινετικά σχόλια του Στίβεν Κινγκ ήδη από το πρώτο βιβλίο της, το «Αιχμηρά αντικείμενα», με το δεύτερο μυθιστόρημά της, «Σκοτεινός τόπος», επιβεβαιώνει τη στόφα της ως συγγραφέως, τη δύναμή της στη σκιαγράφηση ψυχισμών, χαρακτήρων, στη δημιουργία μιας υποβλητικής ατμόσφαιρας που απορροφά τον αναγνώστη. Όπως λέει και ο Στίβεν Κινγκ, διαθέτει η συγγραφέας «μια υπνωτιστική τάση προς το μακάβριο». Όσο διαβάζει κανείς το βιβλίο, δεν μπορεί παρά να εστιάσει την προσοχή του στην πλοκή. Ψάχνεις να βρεις το δολοφόνο ή τους δολοφόνους. Η συγγραφέας καταφέρνει μέχρι το τέλος να σε έχει κάνει να υποψιαστείς τους πάντες. Ματαίως. Ο δολοφόνος βρίσκεται σχεδόν εκτός κάδρου. Ανατρεπτικά η Φλιν πλάθει έναν κόσμο από τα υλικά της αμερικανικής κοινωνικής πραγματικότητας, τον οποίο, αφού ικανοποιήσεις την περιέργειά σου περί της έκβασης της υπόθεσης, είσαι σε θέση πλέον ως αναγνώστης να παρατηρήσεις κριτικά, να αναρωτηθείς για τα συστατικά και τις καταβολές του και φυσικά την κατάληξή του. Η μαεστρία με την οποία χειρίζεται το αφηγηματικό της υλικό η συγγραφέας είναι χαρακτηριστική. Μπορεί ο «Σκοτεινός τόπος» να μην έχει την εσωτερική ένταση που διέθεταν τα «Αιχμηρά αντικείμενα», αλλά είναι ένα βιβλίο που κερδίζει την αποδοχή από τους λάτρεις του είδους. Το ωραίο με τη Φλιν είναι ότι διαθέτει μια ποιότητα η γραφή της, μια επίστρωση ακόμα απ’ αυτή που φαίνεται –ιδίως στα «Αιχμηρά αντικείμενα»- και δεν παρουσιάζει μια ξερή αφήγηση που δεν σε κάνει να σκεφτείς για τίποτα, που δεν σ’ αφήνει να προβληματιστείς. Είναι επειδή αποφασίζει η ίδια να προσεγγίζει εκείνο το κομμάτι της νοσηρότητας, του αθέατου στοιχείου, ακόμη και στην πιο λαμπρή πλευρά των πραγμάτων. Που ποτέ δεν είναι τόσο γυαλιστερά και εύκολα και απλά όσο θέλει να αντανακλά η επιφάνειά τους, τελικά. Εν προκειμένω, η αμερικανική ύπαιθρος δεν είναι τόσο ατάραχη στις αχανείς εκτάσεις με τα στάχυα που θροΐζουν και τους απέραντους αυτοκινητοδρόμους. Τα αγροτόσπιτα δεν είναι τόσο γαλήνια, βυθισμένα στο φολκλόρ τους. Υπάρχει στο εσωτερικό τους η αλήθεια η οποία μπορεί να είναι υπεράνω υποψίας τραγική, όσο η ανθρώπινη ύπαρξη.