Καλοκαίρι μεσημεριού

Η αγαπημένη μου ώρα για διάβασμα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο πια, είναι τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Από παιδί. Στην πορεία ρύθμισα το βιολογικό μου ρολόι έτσι, ώστε και στην ενήλικη ζωή μου να ξαγρυπνώ τα μεσημέρια, δουλεύοντας, δηλαδή διαβάζοντας και γράφοντας. Το παιδικό όνειρο έγινε μεν πραγματικότητα, αλλά δεν εξαντλήθηκε. Έτσι, τα μεσημέρια που μου μένουν για ύπνο και πραγματικά όλοι κοιμούνται με τον καύσωνα ή τα κλιματιστικά να τους αδρανούν, εγώ συνεχίζω να διαβάζω.
Πριν δυο καλοκαίρια, στοίχειωσε τα μεσημέρια μου, αλλά και τα βράδια μου, ένα μυθιστόρημα, με τον τίτλο "Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα." Του Θανάση Τριαρίδη. Σε σημείο που μάζεψα τα πράγματά μου από το σπίτι που παραθέριζα, ένα διασωσμένο από το γκρέμισμα του χρόνου-αναπαλαιωμένο ιδιωτικό παλατάκι, κατά τη γνώμη μου, σε μια παλιά πόλη, γεμάτο μνήμες στους φαρδείς τοίχους του και στα ξύλινα πατώματά του που έτριζαν και μόνο με τον άνεμο, κι έφυγα. Σε μεγάλο βαθμό, λόγω του βιβλίου. Με υπέβαλε τόσο στην ατμόσφαιρά του το βιβλίο που ο μαγικός ρεαλισμός του με χτύπησε σαν ρεύμα. Και χρειαζόμουν γείωση επειγόντως. Το "μαγικό" σπίτι δεν την διέθετε και πήγα κάπου πιο πεζά να ολοκληρώσω και το βιβλίο και τις διακοπές μου.
Το προτείνω σε όλους εκείνους που ξεμεσημεριάζουν ξαγρυπνώντας, με μόνη ενόχλησή τους τα τζιτζίκια και τους γύφτους απ' τα μεγάφωνα που διαλαλούν τις γλάστρες και τα καρπούζια τους.
Καλό μεσημέρι.