Μυρίζει σαξόφωνο το καλοκαίρι

Στο Σύνταγμα ντάλα μεσημέρι
βραχνιάζει ένα σαξόφωνο.
Φταίει το ίδιο το καημένο
ή εκείνος που το φυσάει;
Χρόνιος καπνιστής το μέταλλό του
μού κλείνει το μάτι.
Κι αρχίζει να μυρίζει σαξόφωνο
το καλοκαίρι.
Μεσημέρι.

*
Πιο πέρα ένας άντρας με ένα πόδι.
Και απόληξη πατερίτσα. Στο δεξί.
Ποιος του το 'κοψε; Γιατί;
Και στην αγκαλιά του ένα ακορντεόν.
Και στον ώμο του ένα παιδάκι.
Ακροβάτης του παρόντος.
Πέντε δίφραγκα
για το σαξόφωνο που δεν έπαιξε.
Το άκουσα κι εκεί.
Να κλαίει.
Γελώντας.

*
Στην πόλη τα βράδια του Αυγούστου
χρόνια τώρα
δίνει ρεσιτάλ ένα αόρατο σαξόφωνο.
Από ερασιτέχνη.
Που χάνει τις νότες.
Συγκινητικά.
Όπως χάνεις τις λέξεις,
όταν τ' ακούς
ανάμεσα στις καυτές πολυκατοικίες
με τα κρύα επιθέματα αιρκοντίσιον στις πλάτες τους
και ανθρώπους κρυμμένους στα σπλάχνα τους
με σβηστά φώτα,
αναμμένα τσιγάρα
και τρεμοπαίζουσες ματιές-
οθόνες του μέσα τους.

*

Στα βαθιά, μακριά μέσα στη θάλασσα,
πώς στο καλό φτάνει μέχρι εδώ;
το τέλειο σαξόφωνο
από αριστοτέχνη
μιξαρισμένο
καλοφτιαγμένο
λιγάκι άψυχο μέσα στο νερό
και μεταλλικό
λιώνει κάτω απ' τον ήλιο.
Σε ένα τάνγκο ή μπλουζ.
Το ίδιο κάνει.
Του Ιουλίου.
Βυθίζεσαι στο πράσινο υγρό
κι ακούς μόνο τον ήχο του νερού
στ' αυτιά σου να τα βουλώνει
ή μήπως τα ξεβουλώνει;
για το επόμενο σαξόφωνο
που σε περιμένει.
Κάπου. Σε κάποιο δρόμο.
Ένα καλοκαίρι.
Σε ένα τάνγκο ή μπλουζ.
Το ίδιο κάνει.