Θανάτω θάνατον Πατήσια

Ποια πλοκή, αγάπη μου; Ποια αιματοχυσία; Κυριακή απόγευμα. Η νεκρή ώρα. Από μόνη της. Άμα δεν πάρεις τους δρόμους -που συνήθως τους παίρνεις και δεν τους αφήνεις- θα σε πληρώσει η μέρα με το ίδιο νόμισμα. Μάχαιρα της βαρεμάρας σου έδωσες, μάχαιρα σασπένς θα λάβεις. Στα Πατήσια. Η περιοχή είναι από μόνη της ένα μυθιστόρημα. Δεν σου χρειάζεται φαντασία. Μόνο ανοχή. Και αντοχή. Και ουχί αναισθησία.
Με τις κεραίες υψωμένες, αφουγκράζεσαι το αδιάφορο απόγευμα. Ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου. Ε, ναι, θα σε δικαιώσει η επιλογή να μην πας σινεμά. Θα το δεις στο θέατρο. Μπροστά σου. Στον αυτάδερφο αποκάτω δρόμο. Στην απέναντι πολυκατοικία. Βαβούρα. Καταρχάς, μυρίζεις τον αέρα. Ενστικτωδώς. Μην είναι πυρκαγιά. Για να σωθείς. Εγκαίρως. Έξοδος κινδύνου. Η ψυχή και το μυαλό του φλέγεται. Να δούμε και το σώμα πόσο θ' αντέξει. Μυρίζει απελπισία. Δυνατές φωνές. Από τον τέταρτο ή πέμπτο όροφο. Δεν είναι ώρα για μαθηματικά και γεωγραφίες. Έχει κρεμαστεί ο άνθρωπος. Για να πέσει. Αυτό θέλει, λέει. Να πεθάνει. Και παρακολουθείς πίσω από τι γρίλιες. Γεμάτη ανθρώπους η περιοχή. Μεγάλο το θέαμα-θέμα. Αναστάτωση. Τα κοιμισμένα κτίρια αφυπνίστηκαν. Τον κρατούν δύο. Από τη φανέλα και το σορτς. Απομακρύνεσαι από τις γρίλιες γιατί φαντάζεσαι ήδη τη φανέλα να σκίζεται και τον άντρα να πέφτει.
"Εγώ είμαι εδώ για σένα", του φωνάζει ασταμάτητα με θάρρος εκείνος που τον έχει αρπάξει από την άσπρη φανέλα. Απέθαντες στο χρόνο αυτές οι φανέλες. Από το '50 κι ύστερα θα σημαδέψουν την ανδρική φύση. Και μια γυναίκα που του λέει πόσο τον αγαπάει. Τον φωνάζει "μωρό της" -αυτά μας φάγανε, παίζουμε σε όλες τις ηλικίες "μαμά-παιδί και τις κουμπάρες"- και τον τραβάει από το σορτς, κάπου εκεί κοντά στο κέντρο του σώματός του. Τι θες τις σημειολογίες τέτοιες ώρες, ρε παιδάκι μου; Θα πέσει ο άνθρωπος. Θα πέσει;
Χτυπά η καρδιά δυνατά. Της γειτονιάς. Επιτέλους. Μπροστά στον κίνδυνο, γίνεται γειτονιά αυτός ο κόσμος. Σπάνια. Σε κανένα σεισμό, καμιά φωτιά και καμιά αυτοκτονία.
Καλά που δεν απειλούσε να πέσει στο Μαρούσι τέτοια ώρα. Το βέβαιο είναι ότι θα είχε πέσει ήδη και θα κάνανε και κανένα τέταρτο με εικοσάλεπτο να τον ανακαλύψουν στο οδόστρωμα. Θα πέσει; Τον έχεις ήδη φανταστεί να γλιστρά στην τέντα την πράσινη, τη γεμάτη κουτσουλιές περιστεριών. Θα γίνει χάλια. Πού είναι η γιαγιά του αποπάνω ορόφου να ανοίξει τα λάστιχα να καταβρέξει, να διώξει τα περιστέρια; Πού είναι οι χλωρίνες της; Έτσι πατάει το θάνατο αυτή. Με χλωρίνη και νερό. Για όσο κρατάνε οι αναθυμιάσεις της.
"Εγώ είμαι εδώ για σένα", ακούγεται ο σπαραγμός του φίλου του. Κι εσύ είσαι απλώς πίσω από τις γρίλιες, με μια καρδιά να σπάσει. Πατήσια, αγάπη μου. Πατήσια. Μετά από λίγο, τον τσουβαλιάσανε στη βεράντα. Δεν έπεσε. Να 'ναι καλά το μαρμαράκι στην άκρη του μπαλκονιού, απέξω από τα κάγκελα που τον κράτησε μια στάλα. Α, και η λευκή φανέλα. Απέθαντη. Θανάτω θάνατον πατήσας. Και το "εγώ είμαι εδώ για σένα". Γιατί ήταν εκεί. Λήξη συμβάντος. Στοιχηθείτε, γυρίστε πίσω στις οθόνες σας. Ο καθένας μόνος του. Πού είσαι εσύ; Για ποιον; Είσαι εδώ για κανέναν; Ή είσαι ο κανένας;