Τσαλακωμένο λινό

Πολύ πρωινό τηλεφώνημα. "Γιατί ποιοι είναι ευτυχισμένοι;". Καλά που δεν υπάρχουν πια σύρματα. Θα δένονταν κόμπο. Και τα αόρατα κύματα ταραχτήκανε μην νομίζεις. Ηλεκτρομαγνητισμός είναι αυτός. Μήπως είναι ο υπέρτατος συμβιβασμός το να μην συμβιβάζεσαι; Άσε τους κόμπους γι' άλλους. Αρκετούς λύσαμε. Συνεχίζεις να ρωτάς για την κυρία. Ευτυχία. Και που λες. Ευτυχία. Ούτε στο you tube δεν την βρήκαμε.
*
Είσαι ευτυχισμένη εσύ; Που κάθεσαι οκλαδόν στη σκιά του δέντρου μες στη ζέστη και καπνίζεις στραβά ένα τσιγάρο και μου απλώνεις το χέρι με τα ψαρά σου τα μαλλιά; Ζητιανεύεις. Τι ζητιανεύεις; Ευτυχία; Άραγε έχεις για να δώσεις; Άμα βγάλω τα χέρια από τις τσέπες, θα μπορούσα να σου απλώσω το χέρι, αλλά εσύ κάθε μέρα όλο και κάποιον λιντσάρεις που τόλμησε να σε κοιτάξει, να σου μιλήσει, να σου δώσει. Είσαι ευτυχισμένη; Σε ρωτάω. Μήπως σε λένε Ευτυχία; Κι ο καπνός ανεβαίνει αμέριμνος πάνω από τις στέγες των ήσυχων σπιτιών. Ό,τι καιρός κι αν είναι. Το παν είναι η αταραξία. Και τα δεντράκια θροϊζουν και οι λόφοι στέκουν μακρινοί. Όπως αρμόζει στο ντεκόρ. Των λέξεων.
*
Εσύ που κολλάς με την ατέλεια, με αφέλεια, και θυμάσαι μόνο εκείνη, και κάποτε μόνον εκείνη αγαπάς, τι έχεις να πεις; Το λινό φρεσκοσιδερωμένο που μυρίζει θαλπωρή, μόλις αγγίξει το δέρμα και τσαλακωθεί, είναι ευτυχία; Ο μπλε πάγος μετά το βαρύ μέταλλο πάνω στο πόδι σου είναι ευτυχία; Γι' αυτό χορεύεις σήμερα; Γι' αυτό χορεύεις κάθε μέρα; Η ευτυχία, όταν δεν την αναρωτιέσαι, μήπως βρίσκεται στρογγυλοκαθισμένη μέσα σου και μόλις εσύ για μια στιγμή γυρίσεις το κεφάλι με αγωνία και τη ζητήσεις, εκείνη κυλάει μέσα από τις γρίλιες και βγαίνει έξω στο μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι, φοβερίζοντας τους λιγοστούς περαστικούς ότι άμα θέλει εκείνη, υπάρχει;