Ο μικρός Νικόλας (εμπλουτισμένο)

Το απομεσήμερο του Σαββάτου άπλωνα ρούχα στο μπαλκόνι. Ο πολύς ήλιος έφευγε σιγά σιγά και απολάμβανα τη θαλπωρή της αντηλιάς, όσο το φαγητό μαγειρεύονταν στο φούρνο. Από το διπλανό μπαλκόνι που μας χωρίζουν σίδερα, καλώδια από κεραίες και αραιά αναρριχητικά φυτά, ακούστηκε μια περιχαρής φωνούλα. "Μια κυρία, μια κοπέλα, ένα κορίτσι", έλεγε ο μπόμπιρας προσπαθώντας να καθορίσει τι είμαι. Έλα μου ντε, τι να είμαι; Πώς να του συστηθώ; "Θέλω να της μιλήσω", έλεγε στην κυρία που τον πρόσεχε, όσο έκανε βόλτες με το ποδήλατό του στον πέμπτο όροφο. "Θέλω να συζητήσω", επέμενε το πιτσιρίκι.
Και του μίλησα πρώτη εγώ. "Γεια σου. Πώς σε λένε;", όπως λέγαμε παλιά στο σχολείο.
"Με λένε Νικόλα, εσένα;".
"Εγώ είμαι η Σταυρούλα".
"Σταυρούλα; Έχω και στο σχολείο Σταυρούλα, αλλά είναι παιδί. Κι εσύ κάποτε θα ήσουνα παιδί, ε;".
"Ναι, κάποτε ήμουνα κι εγώ παιδί".
"Θέλω να συζητήσω για το σχολικό μου. Εσύ πόσα παιδιά έχεις στο σχολικό σου;".
"Εγώ δεν πάω πια σχολείο και δεν έχω σχολικό".
"Ουφ!", ξεφύσηξε απογοητευμένος ο μικρούλης και έκρυψε το κεφάλι του στα χέρια που ακουμπούσαν στο ποδήλατο. Δεν πτοήθηκε. Συνέχισε να μου συζητάει και μετά, μόλις τελείωσαν τα ρούχα απ' τη λεκάνη και γέμισε η απλώστρα, τον χαιρέτισα με την υπόσχεση ότι θα ξανασυζητήσουμε. Μου είπε με τη σειρά του "Θα σε λέω μπλε ρέιντζερ". Φόρεσα αμέσως το γαλόνι που μου έδωσε ως τίτλο τιμής να είμαι συνομιλήτριά του και χάθηκα στη δροσιά του σπιτιού, με την απορία γιατί να είμαι μπλε ρέιντζερ, αν είναι καλό αυτό και τέλος πάντων χάρηκα που έγινα κάτι "δικό του", κάτι από τη δική του γλώσσα κι ας με ξενίζει.
Κυριακή βράδυ από το ανοιχτό παράθυρο άκουγα τον πιτσιρικά να τρώγεται στους γονείς του ότι θέλει να συζητήσουμε και βλέπει φως στο σπίτι και ακούει φωνές και τέλος πάντων είναι σίγουρος ότι είμαι μέσα και θέλει να μου μιλήσει οπωσδήποτε. Ήταν σκοτεινά στο μπαλκόνι τους, άνοιξα την πόρτα μου και βγήκα με τις πιτζάμες -αν και μιλούσα στο τηλέφωνο, ας περιμένει όποιος κι αν είναι να μιλήσω πρώτα στο Νικόλα που θέλει να συζητάει, όπως κι εγώ- και του μίλησα. Επιβεβαιώθηκε μπροστά στους γονείς του: "Ορίστε, σας το 'λεγα εγώ ότι είναι μέσα το κορίτσι και θα μου μιλήσει, αφού το ξέρω".
Ήξερε, λοιπόν. Μου είπε "Καληνύχτα, Ρούλα", γιατί πού να θυμόταν ολόκληρο "Σταυρούλα" και έφυγε ήσυχος για ύπνο. Σίγουρος ότι εισέπραξα τη γλύκα του και την υπέροχη συζήτησή του.


*****
Ανακάλυψα σήμερα στο "Δεύτερο" αυτό το πανέμορφο τραγούδι με τη Φωτεινή Βελεσιώτου. Να είναι καλά η Μαργαρίτα Μυτιληναίου με τις υπέροχες εκπομπές της. Μέλισσες, λοιπόν. Θέλω να σας τις χαρίσω. Από μια φωνή που νομίζεις ότι έρχεται από πολύ παλιά και βαθιά, κάπου από την ψυχή, ας πούμε.
Το άκουγα από το ένα αυτί και περπατούσα κάτω στον Πειραιά, ανάμεσα στα χαμίνια. Είδα το Θεόφιλο να κοιμάται σε ένα παγκάκι και η ψυχή μου πιάστηκε. Άκουσα την ανάσα του με το άλλο. Τατουάζ-πληγές ξέφευγαν από τη σηκωμένη του μπλούζα.
Και μετά εσύ να πρέπει να θυμάσαι ότι είσαι μπλε ρέιντζερ...

*****Θέλω να πω και γι' αυτή την υπέροχη γυναίκα, τη Μαρία Χούκλη. Χθες, την παρακολουθούσα να παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Παπανικολάου στο ΣΚΑΪ και ομολογώ ότι συγκινήθηκα. Συγκινήθηκα γι' αυτή την τόσο αξιοπρεπή και ωραία γυναίκα. Ωραία από μέσα μέσα της που σε κερδίζει με τη γλυκύτητα και την αρτιότητα του επαγγελματισμού της, με την καλλιέργεια και τον πολιτισμό της. Πολιτισμό εκπέμπει. Σε μια τηλεόραση που δεν εκπέμπει τίποτα άλλο παρά μόνον βλαβερή ακτινοβολία πια.