«Εγώ δεν είμαι τρελός, μόνο θλιμμένος»

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 2 Μαϊου 2009)


«…Όταν πέθανε, ο Δον Κιχώτης ήταν πια ο Δον Κιχώτης δεν ήταν ένας άγνωστος…Ο Δον Κιχώτης, δίχως να είναι κανένας και τίποτα, ήταν οι πάντες και τα πάντα εκείνο τον καιρό…Το θέμα είναι πως είτε φίλοι είτε εχθροί του Δον Κιχώτη, υπέρμαχοι και επικριτές δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι θα τους έβρισκε μετά το θάνατό του…μαζί με τον Δον Κιχώτη είχε αφανιστεί κάτι περισσότερο από ένας άνθρωπος…»


Ένας φόρος τιμής. Στο μυθιστόρημα. Και τους ήρωές του. Και το συγγραφέα του. Στο μυθιστόρημα εκείνο που επιχείρησε να ερμηνεύσει τον κόσμο, να τον ανιχνεύσει, να τον εξηγήσει, να αναρωτηθεί γι’ αυτόν, μέσα από την πένα του εμπνευστή και δημιουργού του, Θερβάντες. Ο Αντρές Τραπιέγιο (Andrés Trapiello) δοκιμάζει να μιλήσει για την ήττα και τη νίκη, τη φυγή και την ελευθερία, τη λογοτεχνία και τους οραματιστές της, το έρωτα και τη δύναμή του, στο βιβλίο του «Όταν πέθανε ο Δον Κιχώτης», που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου, μέσα από κείνο το πέρασμα προς τη σύγχρονη πεζογραφία που άνοιξε ο δημιουργός του Δον Κιχώτη.
Το εξαιρετικά γλαφυρό εξώφυλλο και άκρως επιτυχημένο για το βιβλίο, σχεδιασμένο από την Ευδοκία Στιβακτάκη προϊδεάζει για την πρωτότυπη ιδέα του Τραπιέγιο να αφηγηθεί πώς κατέληξαν οι «δευτεραγωνιστές», οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, της ιστορίας του Θερβάντες: η Αντόνια, η ανιψιά του Δον Κιχώτη, η Κιτέρια, η οικονόμος του, ο σπουδαστής Καρράσκο, ο γέρος συμβολαιογράφος και φυσικά ο πιστός κι αχώριστος σύντροφός του, Σάντσο Πάντσα, η επιτομή της αφοσίωσης. Ακόμη κι η Δουλτσινέα αποκτά ύπαρξη και ρόλο, εξόν από το μυαλό του ονειροπαρμένου μοναχικού και ηττημένου ιππότη, σ’ αυτό το μυθιστόρημα που διαβάζεται απολαυστικά και αφήνει καθρέφτες κι εκδοχές να κατοπτριστεί ο αναγνώστης στις ερμηνείες της δονκιχωτικής ιστορίας.

Δεν παρωδεί, δεν μιμείται, δεν αντιγράφει ο ισπανός σύγχρονος συγγραφέας τον Θερβάντες. Ίσα ίσα, είναι σαν να προσπαθεί να τον κάνει κι εκείνον λίγο πιο πρωταγωνιστή απ’ ό,τι υπήρξε στην πραγματική του ζωή, σε σχέση πάντα με τη λογοτεχνία. Ο Δον Κιχώτης επισκιάζει τη μορφή του δημιουργού του, όπως είναι εύλογο, ωστόσο ο Τραπιέγιο είναι σαν να αναδεικνύει το Θερβάντες, ξεθάβοντας υποστρώματα της ανάγνωσης του έργου του και δίνοντας διαστάσεις που ίσως κάποιος να παραβλέψει ή να αγνοήσει, διαβάζοντας τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη.


Αυτός ο απόκοσμος ιδεαλιστής που δεν το είχε σε τίποτα να ριχτεί με ορμή πάνω στους ανεμόμυλους («…ως τρελός είχε επιβιώσει σε τόσες απρόσμενες και άνισες επιθέσεις…»), προκειμένου να επιβεβαιώσει την ιπποτική σου ιδιοσυστασία, αποκτά τις ανθρώπινες διαστάσεις του που τον κάνουν ακόμα πιο ρομαντικό στα μάτια του σύγχρονου αναγνώστη, μέσα από τις ζωές που διάλεξε ο Τραπιέγιο να ακολουθήσουν οι άνθρωποι που αποτέλεσαν το μυθιστορηματικό περιβάλλον του Δον Κιχώτη. «…Όταν πέθανε, ο Δον Κιχώτης ήταν πια ο Δον Κιχώτης δεν ήταν ένας άγνωστος…Ο Δον Κιχώτης, δίχως να είναι κανένας και τίποτα, ήταν οι πάντες και τα πάντα εκείνο τον καιρό…Το θέμα είναι πως είτε φίλοι είτε εχθροί του Δον Κιχώτη, υπέρμαχοι και επικριτές δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι θα τους έβρισκε μετά το θάνατό του…μαζί με τον Δον Κιχώτη είχε αφανιστεί κάτι περισσότερο από ένας άνθρωπος…».
Ο Δον Κιχώτης με ένα αόρατο ξίφος έκοψε τον κόσμο στα δύο, περίπου όπως είχε συμβεί χιλιετίες νωρίτερα, όταν ο άνθρωπος περνούσε από το μύθο στη λογική, στο αίτιο και το αιτιατό. Μόνο που αυτός ο ιππότης της κακιάς ώρας ήρθε για να περάσει τον άνθρωπο από την ήττα της ψυχής του στη νίκη έναντι του χρόνου, με τη συνειδητοποίηση της απέραντης επιθυμίας –αυτής της αιώνιας Δουλτσινέας- και της ισχύος της, της δυναμικής της. Ο άνθρωπος βρέθηκε με τη φωτιά στα χέρια, αλλά έπρεπε να έχει την επιθυμία να την καεί μ’ αυτή προκειμένου να σωθεί εντέλει από την ίδια του τη φθορά. «…εκείνο που τιμά έναν άνθρωπο δεν είναι ο στόχος τον οποίο σχεδόν ποτέ δεν φτάνει, μα η ευθύτητα της πρόθεσής του και η αγνότητα της καρδιάς του στην προσπάθεια να τον πετύχει, ακόμα, και όταν τον εμποδίζουν…». Και η ανθρωπινότητα αποθεώνεται. «…αν απειλήσεις έναν τρελό πως θα του ξεριζώσεις το χέρι αν δεν ομολογήσει την τρέλα του, θα σου δώσει και το άλλο για ν’ αποδείξει πως δεν είναι…». Από έναν κακομοίρη καχεκτικό γηραλέο άνθρωπο που καβαλά το ψωραλέο του αλογάκι, παίρνει μαζί του τον απόλυτα αφοσιωμένο του σύντροφο και ξεκινά το ταξίδι προς την κατάκτηση της επιθυμίας. Δεν νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερο κέρδος απ’ αυτό για τον άνθρωπο. «…Ένας άνθρωπος δεν είναι κάτι περισσότερο από κάποιον άλλον, αν δεν κάνει περισσότερο από τον άλλον, κι εγώ θα κάνω για όλους όσα κανείς μας δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα…». Γι’ αυτό ο Δον Κιχώτης όσο κι αν λοιδορήθηκε ανά τους αιώνες από κείνους που τον βάζουν στο στόμα τους με την πρόθεση της απόδοσης απόλυτης γραφικότητας, παίρνει τη μεγαλύτερη του εκδίκηση, με την αρχετυπική του φιγούρα που περιπλανιέται με τη μία ή την άλλη μορφή, στον ψυχισμό κάθε ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με την επιθυμία του, την ανάγκη της επιθυμίας του, την φλέγουσα ψυχή του. «…ο τρελός από οδύνη είναι γνωστικός…». Έδωσε μια καλή δικαιολογία στην ψυχή να θάλλει, χωρίς να περιμένει τη μεταφυσική της «δικαίωση». «…ο θάνατος λέει τα πράγματα δίχως λόγια, δαγκώνοντας με τα ποντικίσια δόντια του μια γωνίτσα στην καρδιά των ζωντανών…».

Ο Θερβάντες έβγαλε την ψυχή και τα αισθήματα από τη λαιμητόμο της θρησκευτικής τους –μέχρι τότε- παρενδυσίας και τα έφερε στο φως, μέσω της λογοτεχνίας, που αμφιβάλλει, διερωτάται και ερευνά· στο φως της ρεαλιστικής θεώρησης του κόσμου (της πεζογραφικής θεώρησης του κόσμου), περνώντας απενοχοποιημένα μέσα από τα φίλτρα των συναισθημάτων (την ποιητική ρίζα της ιπποσύνης και του ρομαντισμού). Κι αυτό γιατί έβαλε έναν τρελό να ακολουθήσει την τρέλα του. Μα, ήταν όντως τρελός; Ο Τραπιέγιο που έχει γράψει και τη βιογραφία του Θερβάντες, δεν αποπειράται να απαντήσει στο ερώτημα αν ο Δον Κιχώτης είναι τρελός, παρά απαριθμεί τις πιθανές εκδοχές και τον φωτίζει από κάθε πλευρά που θα μπορούσαμε να τον δούμε σήμερα. «…Εκείνος γνωστικός κι εμείς τρελοί. Εκείνος τώρα απολαμβάνει τη δόξα του Θεού κι εμείς γυρεύουμε την εξιλέωση στη ζωή…».
Κι από κει που ο Δον Κιχώτης επαναλαμβάνει ότι δεν είναι τρελός, αλλά θλιμμένος, έρχεται γραμμή και συνδέεται με το σημερινό άνθρωπο που δεν μπορεί να αποδεχτεί καμία τρέλα ή ίσως να κατρακυλά πανεύκολα σ’ αυτήν, γιατί δεν είναι σε θέση να αποδεχτεί τη θλίψη του· που τον εκδικείται κι αυτή με τον τρόπο της, αφού φροντίζει ολοένα να μεγαλώνει. «…τρελός, ο Δον Κιχώτης μας δίδαξε να παίρνουμε το μέρος, δικαιολογημένα ή όχι, εκείνου που το έχει περισσότερο ανάγκη σαν του στερούν το δίκιο του…». Γι’ αυτό, ακόμη δεν έχει πεθάνει ο Δον Κιχώτης, αφού προστρέχουμε στην τρέλα και τη θλίψη του για παρηγοριά και βρίσκουμε καταφύγιο για την ψυχή μας.