«Αν δεν αλλάξει το σχολείο από την αρχή, δεν θα γίνει ποτέ τίποτα»

(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 28/3/2009)


Ακολούθησα τη συγγραφέα Άλκη Ζέη στην πρόσφατη συνάντησή της με τα παιδιά από το «Νέο Σχολείο» στην Αργολίδα.
Εδώ και χρόνια προτιμά το διάλογο μαζί τους από τις βαρύγδουπες βαρετές λογοτεχνικές παρουσιάσεις των ενηλίκων. Όχι άδικα. Είδα έναν συγκινητικά ατόφιο άνθρωπο που γράφει βιβλία για το παιδί που ζει μέσα στον καθένα από μας, να δίνει σάρκα και οστά στη λέξη «ήθος». Στην ουσία της λέξης * που απλώς την αναπνέεις, όταν βρίσκεσαι δίπλα στην ολιγόλογη αυτή γυναίκα που έχει ζήσει έναν παγκόσμιο πόλεμο, δύο πολιτικές εξορίες, δύο δικτατορίες και έναν εμφύλιο και δεν θα άλλαζε τη ζωή που έζησε. Η αλήθεια που βρίσκει ο αναγνώστης στα βιβλία της, είναι η αχλύ που περιβάλλει και τη φιγούρα της, απλή, αξιοπρεπής και με κερδισμένη σοφία: την αγάπη για το καινούριο, το καλύτερο, το επερχόμενο. Θαύμασα τη μετρημένη της παρουσία που μοιάζει σχεδόν επαναστατική στη φλύαρη και μουντά βουερή εποχή που διανύουμε. Στάθηκα απέναντί της με το δέος που επιφυλάσσει η ζωή σε ένα κορίτσι που αγάπησε στα παιδικά του χρόνια τα βιβλία της Άλκη Ζέη και βρέθηκε ύστερα από χρόνια να της σφίγγει το χέρι. Δεν με απογοήτευσε. Ούτε στιγμή. Εισπράττει από τα παιδιά την αγάπη που της δείχνουν και τους τη γυρίζει πίσω πολλαπλάσια μέσα από τα βιβλία της, με την κατανόηση της ψυχής και των αναγκών τους.

Αν η Μυρτώ και η Μέλια, τα κοριτσάκια από το «Καπλάνι της βιτρίνας», ζούσαν στο σήμερα, ποια θα ήταν όλα εκείνα –κατά τη γνώμη σας- που θα αγκύλωναν, θα πλήγωναν την ελευθερία τους;
Οι σχέσεις με τους γονείς, οι σχέσεις με το σχολείο, το εκπαιδευτικό σύστημα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που να πληγώνουν τα παιδιά.

Τότε ήταν και ταραγμένα χρόνια όσον αφορά τις εξωτερικές συνθήκες, την πολιτική κατάσταση…

Μπορεί να μην υπάρχουν ταραγμένα χρόνια, να μην υπάρχει πόλεμος, αλλά τότε ήταν πιο συγκεκριμένο πράγμα να ξέρεις ότι δεν θες τη δικτατορία και θες να φύγεις, παρά τώρα που τα πράγματα δεν είναι τόσο συγκεκριμένα* θες αυτό, θες εκείνο, θες το άλλο, τα οποία δεν σε βοηθάνε και να τα πάρεις.

Ο σημερινός άνθρωπος που διασχίζει τον κόσμο διαγωνίως μέσα από την οθόνη του υπολογιστή του, τι έχει ανάγκη περισσότερο σήμερα από τη λογοτεχνία; Τι μπορεί να διασώσει η λογοτεχνία για χάρη του;
Νομίζω η λογοτεχνία μπορεί να σώσει πολλά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα στο να μαθαίνει τη γλώσσα, να μαθαίνει πράγματα για τον τόπο του που δεν θα τα μάθει μέσα απ’ τον υπολογιστή, όσο κι αν κατεβάζει πληροφορίες. Άλλο είναι που θα μάθεις από κάποιον συγγραφέα που θα σου περιγράψει τη λεπτομέρεια της ζωής* δεν θα στην πει αυτό που θα κατεβάσεις στον υπολογιστή. Αυτό είναι που δίνει η λογοτεχνία: τη λεπτομέρεια της ζωής, της σημερινής, της παλαιότερης.

Η γλώσσα είναι η πατρίδα μας;

Και η γλώσσα.

Μπορεί να σας ταυτίζουν με την παιδική κι εφηβική λογοτεχνία, όμως το έργο σας είναι βαθιά πολιτικό και νομίζω ότι απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Όταν γράφετε, πού αισθάνεστε να απευθύνεται το κείμενό σας; Έχετε κάποιον πιθανό αποδέκτη στο νου σας;

Εγώ αισθάνομαι ότι απευθύνομαι στα παιδιά πάντως από δέκα ετών και πάνω, απευθύνομαι και στους εφήβους. Στο τελευταίο μου βιβλίο έχω γράψει στο οπισθόφυλλο ότι είναι ένα βιβλίο για παιδιά από 11 έως 111 χρονών. Μάλιστα, «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» που πήρε το βραβείο του Διαβάζω για εφήβους είχε προταθεί από την επιτροπή για βιβλίο για μεγάλους, για βιβλίο για εφήβους και για παιδικό βιβλίο.

Γιατί γράφετε, κυρία Ζέη; Γιατί αρχίσατε να γράφετε;

Η Διδώ Σωτηρίου που ήταν θεία μού εξήγησε, όταν ήμουν μικρή, ότι «τις σκέψεις σου μπορείς να τις γράψεις». Κι αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.

Για παιδιά, όπως η ομώνυμη πρωταγωνίστριά σας από το μυθιστόρημά σας «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της», που έχουν βρεθεί στον κόσμο των ναρκωτικών και έχουν φτάσει και δει τον εαυτόν τους στα άκρα, η λογοτεχνία τι θέση μπορεί να έχει στη ζωή τους; Είναι καταφύγιο η λογοτεχνία;

Εγώ πιστεύω ότι είναι, γιατί μέσα από κει μπορούν να ανακαλύψουν άλλες ζωές και τον εαυτό τους ακόμα.

Διάβαζα στη σελίδα της Βιβλιοθήκης της "Ελευθεροτυπίας", σε επιμέλεια Μισέλ Φάις, να λέτε ότι δεν μπορείτε να γράψετε με ησυχία γύρω σας, αλλά προτιμάτε τη φασαρία των δικών σας ανθρώπων στο χώρο. Στη ζωή σας πρώτο ρόλο είχαν κι εκεί οι άνθρωποι ή μήπως οι ιστορίες σας και οι ιστορίες τους ήταν πιο δυνατές και απορρόφησαν το ενδιαφέρον σας;

Όχι, είχαν πρώτο ρόλο οι άνθρωποι και μετά οι ιστορίες τους. Πρώτο ρόλο έδινα στα παιδιά και στα εγγόνια μου κι ύστερα στο γράψιμό μου. Δηλαδή θα μπορούσα να έχω γράψει τα διπλά βιβλία, αλλά προτιμώ που έχω παίξει πολύ και με τα παιδιά και με τα εγγόνια μου.

Νιώθετε πληρότητα και ικανοποίηση απ’ αυτά που σας έχει δώσει η λογοτεχνική σας πορεία; Υπάρχει κάτι που νομίζετε ότι σας στέρησε η λογοτεχνία και η επιτυχία σας να περνάτε στις καρδιές και τις βιβλιοθήκες των ανθρώπων;

Όχι, δεν μου στέρησε τίποτα. Μάλλον μου έδωσε παρά μου στέρησε. Γιατί δεν είπα ότι θα στερηθώ τα παιδιά μου, θα στερηθώ τα εγγόνια μου για να γράψω. Δεν το είπα ποτέ αυτό.


Τι σας προσφέρει εσάς η μυθιστορηματική θέαση του κόσμου;

Εμένα μου προσφέρει να ανακαλύπτω γράφοντας κι εγώ καινούρια πράγματα.

Σας ενδιαφέρει η υστεροφημία σας; Η λογοτεχνική κληρονομιά που θα αφήσετε, σας απασχόλησε ποτέ;

Δεν με απασχόλησε ποτέ. Γράφοντας ένα βιβλίο δεν σκέφτομαι ποτέ αν θα έχει επιτυχία ή αν δεν θα ‘χει. Είναι μερικοί που λένε θα γράψω ένα μπεστ σέλερ. Εγώ δεν το ‘χω πει ποτέ στη ζωή μου. Γράφω ένα βιβλίο γιατί το αισθάνομαι, γιατί μου αρέσει να το γράψω. Και ύστερα, αν βέβαια έχει επιτυχία στην πορεία του το βιβλίο, είμαι πολύ ευχαριστημένη, γιατί αυτό που είχα στο μυαλό μου κατάφερα να το δώσω και σ’ άλλους.

Διάβαζα το «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου», με την ευκαιρία της συνάντησής μας, και συγκινήθηκα κι έκλαιγα όσο δεν έχω συγκινηθεί –τόσο γοερά τουλάχιστον και απροκάλυπτα- από ένα βιβλίο της λογοτεχνίας για ενήλικες. Νομίζω ότι απευθύνεστε έντιμα και ευθύβολα στο παιδί που ζει μέσα μας. Πώς το επιτυγχάνετε αυτό;

Αυτό κι εγώ δεν ξέρω. Μου βγαίνει αυθόρμητα. Δηλαδή την ώρα που το γράφω, γίνομαι πραγματικά εκείνο το παιδί που γράφω. Και την «Κωνσταντίνα και τις αράχνες της», όταν έγραφα, ήμουνα η δωδεκάχρονη Κωνσταντίνα. Ίσως και γι’ αυτό βγαίνει και αληθινό.

Πιστεύετε ότι αυτό έχει σχέση και με τη δική σας παιδική ηλικία; Είχατε ευτυχισμένη παιδική ηλικία;

Ναι, μπορεί να είχα. Αν διαβάσετε τη «Μωβ ομπρέλα», εκεί γράφω και στεναχώριες που είχε με τον πατέρα της η ηρωίδα. Είχαμε και στεναχώριες οι οποίες όμως βγαίνουν πάλι αληθινά μέσα στις σχέσεις παιδιών και γονιών. Στα δικά μας χρόνια ήταν δύο τελείως ξεχωριστοί κόσμοι αυτοί. Σήμερα, αν κρίνω από τη σχέση που είχα εγώ με τα παιδιά μου ή τα εγγόνια μου με τους γονείς τους, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτή που είχαμε εμείς με τους γονείς μας. Ήμασταν δύο ξέχωροι κόσμοι. Δεν ξέραμε τίποτα απ’ ό,τι γίνεται σ’ αυτούς κι εμείς πάλι φτιάχναμε –για να υπερασπιστούμε και να κάνουμε αυτά που κάπως θέλαμε- και ψέματα να τους λέμε, γιατί θέλαμε να κάνουμε κάτι. Δεν μας έβαζαν ποτέ μέσα στις ιστορίες τους, μας είχαν «τα παιδιά είναι αυτά κι εμείς είμαστε οι μεγάλοι». Και το βλέπω αυτό πολύ στα απομνημονεύματα της Δέλτα, το λέει πάρα πολύ, γιατί αυτή πέρασε πολύ βασανιστικά με τους γονείς της (γιατί και τον πατέρα της λάτρευε, αλλά έλεγε πόσο ξεχωριστοί κόσμοι είναι οι μεγάλοι και τα παιδιά) και γι’ αυτό προσπάθησε να γράψει βιβλία με αληθινά παιδιά. Και όχι όπως τότε που είχαν βιβλία με παιδιά-πρότυπα που δεν είχαν καμία σχέση με την αλήθεια. Η Δέλτα άνοιξε το δρόμο σ’ αυτό.

Βλέπετε και σύγχρονους νέους συγγραφείς να ακολουθούν αυτό το δρόμο;

Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που κατανοούν τα παιδιά.

Υπάρχει κάποιος που σας αρέσει, που πιθανόν ξεχωρίζετε;

Αφήνω τη Ζωρζ Σαρρή που είμαστε ίδιες. Ο Μπουλώτης μ’ αρέσει, η Ζωή Βαλάση, η Βάσω Ψαράκη –αυτή είναι και πιο πολύ εικονογράφος. Υπάρχουν πολλοί νέοι συγγραφείς. Είναι πολλοί για να τους αναφέρω.

Πώς είδατε τις ειρηνικές αντιδράσεις των 15χρονων παιδιών το Δεκέμβριο και τι σκέψεις κι αισθήματα σας προκαλεί η ενορχηστρωμένη τρομοκρατική βία που εκδηλώνεται και πάλι;

Το παιδί έχει μια βία μέσα του. Βρήκε μια ευκαιρία να την εκδηλώσει. Σήμερα το παιδί είναι πάρα πολύ πιεσμένο. Το σχολείο, το φροντιστήριο, η ιδιαίτερη γλώσσα… Είναι πολύ φυσικό μια μέρα να θέλει να βγει να τα σπάσει όλα και να μην σκέφτεται τι είναι αυτό. Ένα ξέσπασμα. Αλλά φτάνει να βρεθεί να του πει κάποιος «φτάνει ως εδώ και κοίτα τι μπορείς να κερδίσεις απ’ αυτό το ξέσπασμα». Αλλά εκείνο που πιστεύω είναι ότι αν δεν αλλάξει το σχολείο απ’ την αρχή ως το τέλος, δηλαδή αν δε τα σβήσουμε όλα και ν’ αρχίσουμε απ’ την αρχή, δεν θα γίνει ποτέ τίποτα. Με μπαλώματα, αλλάζουμε έναν νόμο ή μισό νόμο, δεν γίνεται τίποτα. Είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο που έχει τα παιδιά μετά το σχολείο να πηγαίνουν –στα φροντιστήρια- σε άλλο σχολείο μέχρι τις δέκα το βράδυ. Δεν ξέρω να γίνεται πουθενά αλλού αυτό.

Οι κοινωνικές συνθήκες βρίσκονται πάντοτε στο επίκεντρο στα βιβλία σας. Πώς βλέπετε τώρα τη διεθνή κρίση, τις συνέπειες που σαρώνουν την αγορά εργασίας και πλήττουν τα εργασιακά κεκτημένα του περασμένου αιώνα. Τι σας λέει εσάς ως πολιτικά σκεπτόμενος άνθρωπος που είστε, όλος αυτός ο αναβρασμός;

Λιγάκι με ανατριχιάζει. Βλέποντας την τηλεόραση όπως τα παρουσιάζουν, νομίζεις ότι θα έρθει η συντέλεια του κόσμου.

Τι αισθάνεστε ότι σας διαμόρφωσε λογοτεχνικά; Ότι δημιούργησε αυτή την οπτική που έχετε για τους άλλους ανθρώπους και για τις ζωές τους;

Νομίζω ότι από μικρή παρατηρούσα τους ανθρώπους. Μου άρεσε πολύ αυτό. Έχω περάσει ένα μεγάλο πόλεμο, δύο εμφυλίους πολέμους, δύο δικτατορίες, δύο φορές έζησα ως πολιτική εξόριστη. Όλα αυτά με διαμόρφωσαν και μ’ επηρέασαν, και στη ζωή μου και στο γράψιμό μου. Ίσως αν είχα ζήσει μια άλλη ζωή, να έγραφα διαφορετικά. Δεν θα ‘θελα να έχω ζήσει μια άλλη ζωή.

Ευτυχίσατε να γνωρίσετε πολύ σημαντικούς ανθρώπους.

Αυτό, ναι. Από πολύ μικρή. Από τα δεκαπέντε μου χρόνια που έκανα το κουκλοθέατρο κι ερχόντανε και το παρακολουθήσανε ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Εμπειρίκος, ο Θεοτοκάς και ο Μάριος Πλωρίτης ο οποίος έφερε στο κουκλοθέατρο το Γιώργο Σεβαστίκογλου, το μετέπειτα άντρα μου.

Και μετά, στενή φίλη της Μελίνας Μερκούρη…

Ναι, μετά το Παρίσι. Διότι πριν, ούτε που μου περνούσε η ιδέα απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσα να έχω κάποια σχέση με τη Μελίνα που ήτανε σταρ. Και μάλιστα στο Παρίσι δίσταζα να τη βρω, όταν με κάλεσε μια φορά, λέω «τι σχέση μπορεί να έχω εγώ;» και δεν ήξερα ότι θα δεθούμε τόσο πολύ.