Τι είναι ο γραφιάς και τι είναι το ζουμί του

Κανονικά, λέει, όταν περιπατώ εις τους δρόμους, θα μπορούσα να αναλογίζομαι στοχαστικά τι είναι ο γραφιάς και τι είναι το ζουμί του. Ταιριάζει με την αστική περίσκεψη. Κι άντε, σου λέω εγώ, ότι σουφρώνω τα φρύδια και κάνω και ρυτίδες σκέψεως και επικεντρώνομαι στο θέμα. Βαθύτατα.

Να σου ο πρώτος στο δρόμο! Με σκουντάει το βλέμμα μου να τον κοιτάξω. Ισορροπεί -με άσπρα μαλλιά και λερά ρούχα- σε μια νοερή γραμμή του πεζοδρομίου, με ανοιχτά τα χέρια και κάτι λέει. Δικά του. Στη λιακάδα. Πάει ο γραφιάς. Έχασε την προσήλωσή του. Πρέπει να γυρίσει πίσω στο χαρτομάνι και την οθονίτσα του, να ζαρώσει να γίνει τόσος δα μικρούλης και να σκέφτεται τον ακόμα πιο μικρούλη εαυτούλη του. Εαυτουλάκο μου! Και ο φευγάτος του δρόμου απλώνεται στην απεραντοσύνη με τις ανοιχτές του αγκάλες στο σύμπαν. Όχι, το παν είναι η χαμένη λεξούλα μου. Η καημένη αυτή που δεν ξεστόμισα, λέει ο εαυτός μες στη μικρότητά του.

Και δεύτερη παρακάτω. Η ζητιάνα που συναντάω από Πατήσια μέχρι Πειραιά. Που μάλλον κι αυτή δεν στέκει στα καλά της. Γιατί ποια είναι τα καλά για να στέκουμε όλοι εκεί, στα ίδια καλά; Κι αρχίζει ο νους να τρέχει με χίλια μακριά από χαρτιά και χαρτοκόπτες. Εμ, δεν είναι διανοούμενος. Είναι θρυλούμενα συμπαθητικός ο νους, διόλου σκεπτικός. Δεν του αρέσουν οι ρυτίδες. Προτιμά τις χαρακιές που καταφέρνει στην καρδιά, μόλις σταμπάρει από μακριά το επόμενο θύμα του.

Ναι, το: και τρίτος. Με κομμένο πόδι. Είναι ή δεν είναι; Κρυμμένο ή πράγματι απόν. Το μέλος. Καθισμένος σε ένα χαρτόνι. Με καφέ σε πλαστικό κυπελάκι γνωστής φίρμας και αναψυκτικό στο πλάι. Και τσιγάρο. Να βγει το μεροκάματο. Ακάματο. Άμα σου βαστάει, πάρε κι εσύ ένα χαρτόνι και τράβα να κάνεις το ίδιο. Άμα σου βαστάει, ντε.

Και τράβα αυτά να τα γράψεις μετά. Και να βγάλεις και ζουμί. Γιατί το παν είναι οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις σου. Τα επίθετα που θα παραλείψεις. Τα ουσιαστικά που θα ξεζουμίσεις. Τα ρήματα που θα ισορροπούν στην ακμή του πεζοδρομίου σαν τον αναμαλλιασμένο μεσόκοπο άντρα με την εφηβική διάθεση.

Αλλά καλύτερα, τράβα να βράσεις στο ζουμί σου. Να κρυφτείς στη γωνίτσα του γραφείου σου. Να βγάλεις τόμους να οχυρωθείς από πίσω και να μην σκεφτείς ούτε μια κουβεντούλα ούτε μια ιδεούλα δική σου. Τράβα ντε! Ο κόσμος δεν σε χρειάζεται. Μπες μέσα στο καβούκι σου και φάε την ίδια σου τη σάρκα, μη και κάποτε σαπίσεις και σου πούνε ότι έγινες μαργαριτάρι. Και λάμπεις, όταν οι τρελοί και οι φτωχοί του δρόμου σου θα έχουνε πεθάνει. Κι εσύ θα έχεις πεθάνει. Χωματάκι άγονο. Στα νεκροταφεία. Αλλά προτιμάς τα μαυσωλεία των λέξεων. Για να σε πούνε κάποτε μαργαριτάρι. Στον αστραφτερό λαιμό μιας κυρίας με ζάρες και ρυτίδες σκέψεων που το όνομά της θα τελειώνει σε -ία. Ας πούμε, λογοτεχνία. Είναι όνομα αυτό για μια κυρία; Για σκέψου καλύτερα.

Καλύτερα δεν είναι να γίνεις βώλος στα χέρια των παιδιών να σε πετάνε στις γωνίες και να γυρίζεις πίσω ή να φεύγεις ακόμα πιο μακριά, χρωματιστός και λείος και χωρίς γωνίες -άγωνος και ουχί άγονος- απ' το μαργαριτάρι που σου τάζουνε; Πώς να σκεφτείς; Δεν είδες κανέναν άλλον μπροστά σου. Μόνο το μαργαριτάρι που θες να είσαι και τα τοιχώματα του δοχείου-σαρκίου σου. Πρόσεχε μην σ΄ακουμπήσουν οι άλλοι, οι ζητιάνοι, οι τρελοί και διαλυθείς. Για πάντα.