«Σαν έντομα μέσα σε κεχριμπάρι»

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο, 21/2/2009)

«…Περιέργως πως, κάθε ζωή θυμίζει ιστορικό εγκλήματος, αδιάφορο αν δεν έχει να παρουσιάσει εγκληματικές πράξεις, αιματοχυσίες και τα παρόμοια. Το γεγονός ότι ζήσαμε τα όσα ζήσαμε συνιστά ενοχή…»


«Παγιδευμένοι» μέσα στην ιδιόμορφη λειτουργία της μνήμης και των αναμνήσεών μας, είμαστε καταδικασμένοι να υπάρχουμε. Ανακαλούμε, θυμόμαστε, αφηγούμαστε και γεμίζουμε τα κενά με φαντασία. Ολόκληρη η ζωή μας είναι ένα συνεχές παιχνίδι της σκέψης και της αντιληπτικότητάς μας, μπρος πίσω, με το χρόνο. Και κάπου εκεί στα μεταιχμιακά διάκενα, προβάλλει ο εαυτός μας αναζητώντας την ταυτότητά του, την ιδιοσυστασία της ψυχής του.
Αυτό που τον διακρίνει εξολοκλήρου από οποιονδήποτε άλλον, είναι οι ολόδικές του αναμνήσεις, το παρελθόν έτσι όπως το έχει βιώσει μοναδικά ο ίδιος, οι οξυμένες αισθήσεις του που ταριχεύουν το κάθε παρόν, κατά το δικό τους δοκούν, σε αλυσίδες από σταγόνες του ιδιότυπου απολιθωμένου φυσικού ρετσινιού του καθενός μας. Και το πολύτιμο προσωπικό μας κεχριμπάρι βαλσαμώνει τις στιγμές μας, κρατώντας τες σε ένα μουσείο αναμνήσεων που χρησιμοποιούμε ανά πάσα στιγμή αλλιώς, προκειμένου να ζήσουμε, να υπάρξουμε, να κινηθούμε, να συναναστραφούμε.
Χρησιμοποιώ τον απλουστευτικό αυτό τρόπο μιας εικόνας για να συμπυκνώσω –πράγμα αδύνατον, ομολογώ- μέσα σε λίγες γραμμές την αίσθηση που μου άφησε το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Περί μνήμης». Πρόκειται για εμπνευσμένο δοκιμιακό λόγο απαλλαγμένο από την ξύλινη γλώσσα που μπορεί άνετα να διώξει τον αναγνώστη από το δοκίμιο. Δοκιμιακός λόγος μεστός, φορτισμένος όσο πρέπει με εμπειρικά παραδείγματα, εξομολογητικό ύφος βιωμάτων και γλώσσα ζωντανή, ρέουσα, δυνατή και πλούσια που αναγκάζει τον αναγνώστη, ακόμη κι αν δεν διαθέτει το θεωρητικό υπόβαθρο του συγγραφέα, να τον ακολουθήσει στο ξεδίπλωμα της πραγματείας του, αν μη τι άλλο με ενδιαφέρον.
Είναι ένα βιβλίο που κατορθώνει να σε φέρει να δεις τον εαυτό σου μέσα στο χρόνο, τη διαδοχή και φυσικά μέσα από τη μνήμη και τις πολύπλοκες παραμέτρους και λειτουργίες της. Από τους σωκρατικούς διαλόγους και τον Αυγουστίνο, μέχρι τον Καντ, τον Μπερξόν και το Φρόυντ και δια μέσου του Ναμπόκοφ, του Ρουσώ και του Προυστ, ο Παπαγιώργης αναλύει τη μνήμη «του καρβουνιάρη», όπως την ονομάζει, τη φιλοσοφική μνήμη και την ονειρική μνήμη, εξονυχιστικά* θέτοντας στην υπηρεσία της κατανόησης του κειμένου από τον αναγνώστη του χρήσιμες εμπειρικές προτάσεις, εξαιρετικά πρωτότυπες που σε κρατούν σε εγρήγορση και σου παρέχουν τα εφόδια να διεισδύσεις στα πυκνά του νοήματα.
Πρόκειται για ένα δοκιμιακό κείμενο που θέλει να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη του –σπάνιο κι αυτό-, όποιος κι αν είναι αυτός, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ουσία του και χωρίς να κρατά ερμητικά σημεία ή στεγανά, εμποδίζοντάς σε να εισέλθεις και να το «κατακτήσεις» διανοητικά. Δεν κρατάει πόζα διανοούμενου το κείμενο -και ο δημιουργός του ευθύνεται γι’ αυτό-, ενώ είναι βαθιά πνευματικό και διανοητικό έργο. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα στοιχείο που ξεχωρίζει τον Παπαγιώργη: η απλότητα που προσεγγίζει τον αναγνώστη του. Προφανώς επειδή ο ίδιος διαθέτει τα φόντα, τη θεωρητική κατάρτιση, τη δυνατότητα να εκλαϊκεύσει αποτελεσματικά, χωρίς να υπεραπλουστεύσει, χωρίς να υποτιμήσει ή να κολακέψει τον αναγνώστη του.
Το στυλ του δοκιμιογράφου είναι που κάνει ελκυστικό το κείμενο, όπως και η επιλογή του τρόπου που διαχειρίζεται το υλικό του. Γράφει μια φιλοσοφική πραγματεία για τη μνήμη, αλλά όχι αποστειρωμένα και στεγνά και ανάλατα. Σε ορισμένα σημεία ο λόγος του γίνεται τόσο έντονος, τόσο αναπαραστατικός, γλαφυρός και ρέων που νομίζεις ότι βρίσκεσαι μέσα στις σελίδες ενός μυθοπλαστικού κειμένου. Φυσικά, έτσι επιτυγχάνει να κερδίσει τον αναγνώστη και να τον οδηγήσει πιο εύκολα στο ξύπνημα της δικής του αμφιβολίας, εκμαιεύοντας τη δική του αναρώτηση. Μετέρχεται λογοτεχνικών μέσων και χρησιμοποιεί αυτήν την περιβόητη και πολύπαθη –στη νεοελληνική λογοτεχνία κυρίως- διακειμενικότητα, προκειμένου να διερευνήσει κάθε πτυχή της μνήμης, της μνημοσύνης, της ανάμνησης που κινούν αόρατα τα νήματα της ζωής μας. Επιβεβαιώνοντας στο ακέραιο τη δήλωση του οπισθόφυλλου: «Η θυμική μνήμη είναι κάτι βαθύτερο από τον ίδιο τον άνθρωπο, άλλωστε δεν είναι συμπτωματικό ότι οι συγκινήσεις και τα αισθήματα ονομάστηκαν “πάθη”».

Αποθησαύριση αποσπασμάτων από το «Περί μνήμης»:

*
«…Το έσοπτρον που φέρουμε στη συνείδησή μας, που δεν είναι άλλο από το βιωμένο εγώ, συγκρατεί τη χαμένη ζωή δια της απωλείας…»
*
«…Το μύχιο απολαύει πρωτοκαθεδρίας…»
*
«…Ο εαυτός μονίμως χάσκει και μονίμως ολοκληρώνεται…»
*
«…Κανείς δεν διδάσκεται τρόπους και μεθόδους για να θυμάται τη ζωή του…»
*
«…Ο άνθρωπος διαβιοί αυτοπαθώς…»
*
«…Για να υπάρξει το παρόν πρέπει να πεθάνει το παρελθόν…»
*
«…ο χρόνος παρουσιάζεται εξίσου αινιγματικός με την μνήμη…»
*
«…Ό,τι διαβαίνει, παρά την εκτυφλωτική του κοινοτοπία, συνιστά αίνιγμα…»
*
«…Το μέλλον αναμένεται χωρίς να υφίσταται…»
*
«…Η ζωή επιστρέφει δια της διαδοχής…»
*
«…Δεν ζούμε για να θυμόμαστε, θυμόμαστε επειδή ζούμε…»
*
«…Ό,τι πέρασε διευρύνει το παρόν μας…»
*
«…η μνήμη μνημειώνει μεν αλλά δεν αφηγείται…»
*
«…Το παρελθόν και το μέλλον αναβλύζουν όταν τείνω προς αυτά…»
*
«…Περιέργως, το παρόν είναι παρόν σύνολης της προσωπικότητας…»
*
«…Ο μεθυσμένος, όπως παρατήρησε ο Ντοστογιέφσκι, δεν πίνει για να ξεχάσει, απεναντίας πίνει για να θυμηθεί. Δραματοποιεί το παρόν δεξιωνόμενος το παρελθόν εν βρασμώ καρδίας…»
*
«…πιθανώς μια περιφερειακή ικανότητα του πνεύματος αποθησαυρίζει παρελθόντα σαν απόθεμα χώρου και χρόνου…»
*
«…η φαντασία δεν είναι περιθωριακή ικανότητα… Μάλλον είναι αντιμνήμη, ανεξήγητο υποκατάστατο που σώζει και ενίοτε αναδημιουργεί το παρελθόν…»
*
«…Το εγώ άλλωστε είναι αφηγηματικό από την φύση του, μονίμως γλωσσοδέρνεται, μονίμως βάζει τάξη στην αταξία, ασκώντας εσωτερικό μονόλογο που πλαταγίζει ανεξέλεγκτος…»