Ο έρωτας κι ο θάνατος στη σκακιέρα του πολέμου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο, 10/1/2009)

«…Η ελπίδα ήταν που σκότωνε τους ανθρώπους, όχι η απελπισία. Όταν είσαι απελπισμένος, συνεχίζεις της ζωή σου, γιατί τη δέχεσαι όπως είναι. Ενώ η ελπίδα σε κάνει να πιστεύεις πως τα πράγματα θα φτιάξουν, και ό,τι δείχνει το αντίθετο προκαλεί όλο και μεγαλύτερο πόνο…»




«…Ένοχοι είμαστε, πριν απ’ όλους εμείς…»
. Μια συνετή αποστροφή για τον καιρό που διανύουμε. Για την ευθύνη. Και την ενοχή. Μα, πάνω απ’ όλα για την ανθρωπιά και τη δημοκρατικότητα, την ελευθερία που παίζεται κορώνα γράμματα. Με πόλεμο στα νοτιοανατολικά, με πρόσφατες εντάσεις στο εσωτερικό. Η γεωγραφία ενός κόσμου μπαρουτοκαπνισμένου, από το κακό, τη βία, το μίσος. Η κλιμάκωσή τους οδηγεί στο θάνατο ή εκπορεύεται απ’ αυτόν. «…Οι ζωές δεν υπολογίζονται με προσθέσεις* χάνονται ατομικά. Η τελευταία ανάσα δεν μοιράζεται* βγαίνει μέσα στη μοναξιά ενός σώματος…».
Σε μεγεθυσμένη κλίμακα –υπάρχει κλίμακα για το θάνατο;- ο Μaurice Attia (Μωρίς Αττιά), στο μυθιστόρημά του «Το μαύρο Αλγέρι» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση Μαρίας Μηλολιδάκη και επιμέλεια από την Άννα Μαραγκάκη, κινεί στην ασπρόμαυρη σκακιέρα του Πολέμου στην Αλγερία, στα μέσα του περασμένου αιώνα, τους ανθρώπους-μονάδες που σηκώνουν το ιστορικό βάρος της στιγμής που βιώνουν. Και είτε συντρίβονται είτε επιβιώνουν με απώλειες. Το άτομο και η Ιστορία. Ο εξωτισμός του Αλγερίου στέκει μαυρισμένος κι ανάπηρος από τον καπνό των τρομοκρατικών επιθέσεων της ακροδεξιάς οργάνωσης ΟΑS που αντιδρά στην αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της χώρας από την κυβέρνηση του στρατηγού Ντε Γκωλ. «…Από την καρδιά της πόλης σηκώνεται ένα μαύρο σύννεφο καμένο χαρτί, ο καπνός από εξήντα χιλιάδες τόμους της Βιβλιοθήκης του Αλγερίου. Γη καμένη ή καμένα βιβλία, ο πολιτισμός υπήρξε πάντα θύμα της Ακροδεξιάς…».

Ο τριαντάχρονος αστυνόμος Πάκο Μαρτίνεθ θα βρεθεί εν μέσω των πυρών. Ακριβώς επειδή πεισματικά αρνείται να υποκύψει στους όρους που επιβάλλει ο πόλεμος. Για καλό, εκ πρώτης όψεως, λόγο: το ένδοξο πατρικό παρελθόν. Που κι εκείνο στη συνέχεια θα αποδειχθεί φενάκη. «…Προτιμούσα έναν πατέρα αναρχικό, που πέθανε σαν ήρωας, από ένα φασιστόμουτρο που ζούσε σαν κάθαρμα…». Και για τις τύψεις, για την απώλεια του ποδιού της αγαπημένης του, όταν δεν την συνόδεψε σ’ ένα χορό κι εκείνη τραυματίστηκε, ψυχή τε και σώματι, από έκρηξη βόμβας. «…Με τον καιρό, το μπαστούνι έγινε μέρος του σώματός μου, της ζωής μου. Όταν το άφηνα πού και πού στο σπίτι, είχα την αίσθηση ότι έπαιζα κουτσό, με τη διαφορά ότι δεν ανέβαινα στον ουρανό, αλλά κατέβαινα στην κόλαση. Η περηφάνια μου, με βοήθησε να αποδεχτώ την αναπηρία μου χωρίς να καταθέσω τα όπλα…».
Ο Πάκο θα αποφασίσει να κάνει απλώς τη δουλειά του. Το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου, σε μια αστυνομία διεφθαρμένη και αδιάφορη για τα πολιτικά-πολεμικά εγκλήματα που συντελούνταν. «…Στα τριάντα μου, ήμουν ήδη κυνικός. Ορφανός από πολύ νωρίς, εξόριστος από πολύ νωρίς. Μπάτσος, πολύ αργά. Πάντως, όχι την κατάλληλη στιγμή, ούτε στο κατάλληλο μέρος…». Αφορμή θα σταθεί η ανακάλυψη δύο δολοφονημένων νέων ανθρώπων, του αλγερινού Μουλούντ και της γαλλίδας Εστέλ, σε παραλία του Αλγερίου. Η εξιχνίαση του εγκλήματος θα γίνει αυτοσκοπός για τον Πάκο που ψάχνει την κάθαρση, τη συγχώρεση, τον προσωπικό του εξαγνισμό, από τα φαντάσματα του παρελθόντος: του πρόωρα νεκρού πατέρα, της χαμένης μητέρας και της πιο πρόσφατα τραυματισμένης αγαπημένης. «…Ύστερα από έξι χρόνια σχέσης, τα αλλαντικά είχαν αντικαταστήσει τα λουλούδια, και τα παθιασμένα φιλιά είχαν γίνει πεταχτά αγγίγματα στα χείλη. Ο πόλεμος μας είχε γεράσει πρόωρα…». Στην πορεία οι απώλειες θα μεγαλώσουν, με προεξάρχουσα εκείνη του μόνου ανθρώπου που αγαπά κι εμπιστεύεται στην αστυνομία και το Αλγέρι, του μοναδικού του φίλου και συνεργάτη, Σουκρούν. «…Προσωπικά είχα σιχαθεί τον πόλεμο, τη μυθολογία και τις ιστορίες του…».
O Maurice Attia συνθέτει με μαεστρία μια ιστορία που ξύνει πληγές, κρατάει ζωντανή τη μνήμη –έστω και μέσω της κατακερματισμένης ομιλίας της γιαγιάς του Πάκο που βυθίζεται στη λήθη λόγω της γεροντικής άνοιας, «…Οι λέξεις πέθαναν. Εγώ, όχι…»- και πάνω απ’ όλα προβληματίζει για την απέραντη βλακεία του πολέμου, την καταστροφική του ανοησία που χτυπάει αδιακρίτως, όταν οι άνθρωποι και οι μικρές δικές τους ιστορίες αφεθούν έρμαια στην Ιστορία. «…Όλοι ήθελαν να βγάλουν από τη μέση τους εχθρούς του σήμερα, τους φίλους του χθες ή του αύριο…».

Ο συγγραφέας αναλύει έξοχα τα ψυχογραφήματα των ηρώων του, προφανώς βοηθούμενος από την ιδιότητά του ως ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή. Χρησιμοποιεί διαφορετικά πρόσωπα-αφηγητές στη διάρθρωση της ιστορίας του, διατηρώντας τη ζωντάνια και την αμεσότητα του ύφους. Μεταχειρίζεται το μανδύα του νουάρ μυθιστορήματος για να καταδείξει σύγχρονα εγκλήματα. Το πολιτικό και το ιστορικό στοιχείο αναδύονται, όχι εις βάρος της πλοκής όμως και της αναγνωστικής απόλαυσης. Ισορροπημένα και με ενορχηστρωμένη αρμονία ξεδιπλώνει ο δημιουργός μια εμφύλια διαμάχη -στην ψυχή των πρωταγωνιστών του που πολεμούν με τον ίδιο τους τον εαυτό, τις επιλογές και το παρελθόν τους, όπως η γιαγιά του Πάκο και η Ιρέν, η αγαπημένη του- η οποία κατά «σατανική» περίπτωση μαίνεται και στους δρόμους του Αλγερίου, με άλλους εχθρούς και άλλα θύματα. «…Αυτές οι δύο γυναίκες με κρατούσαν: η μία με τα γεράματα και την αγάπη της, κι η άλλη με τη γεμάτη συμπόνια ενοχή μου για τον έρωτά της…».
Η βία κινεί τα νήματα στην πολυεπίπεδη ιστορία του Attia. Το άτομο, η οικογένεια, η κοινωνία γίνονται οι αρένες που την εκτρέφουν. «…Όποιο κι αν είναι το πεδίο μάχης, η βαρβαρότητα βρίσκει πάντα το δρόμο για το υποσυνείδητο…». Υποτίθεται στο όνομα της Ιστορίας, η οποία καταπλακώνει στο πέρασμά της εκείνες τις τόσο προσωπικές, άγνωστες ατομικές ιστορίες και τις λιώνει κάτω από τις ερπύστριες του χρόνου. «…Πεθαίνεις στ’ αλήθεια, όταν κανείς δεν σε σκέφτεται…».
Εξαιρετικά βοηθητικά για τον αναγνώστη είναι το χρονολόγιο του Πολέμου της Αλγερίας που παρατίθεται, καθώς και οι σημειώσεις και το επίμετρο της ελληνικής έκδοσης.