Η ξανακερδισμένη λογοτεχνία της ανθρωποκεντρικής σκέψης

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 29/11/2008)

«…Οι μελανιασμένες Νύμφες βγαίνουν στην ακροποταμιά – φωνάζουν τα συνθηματικά του ανάποδου ανέμου, φωνάζουν τα συνθηματικά της νοσταλγίας, της παράταιρης θλίψης, της λανθασμένης θάλασσας. Στις μελανιές τους, στο πυρωμένο κάρβουνό τους, στην απελπισία των ρυτίδων τους, στην αντίστροφη κόψη της αγάπης τους θα βρει το στερνό του καταφύγιο ένα χαμένο μωρό Ιρακινών ή Κούρδων, που το πήρε ο ποταμός Έβρος…»

Είναι ένας σύγχρονός μας συγγραφέας του οποίου το έργο αποτελεί αρραγές «φίλτρο» μπροστά στην ανοησία του κόσμου, τις κούφιες κουβέντες του σιναφιού, τη μικρόψυχη αντιμετώπιση της λογοτεχνίας αποκλειστικά ως βιβλιοπαραγωγής και την αποδέσμευση τόσο συχνά –και εκ του πονηρού φυσικά- της μυθοπλασίας από τη διανόηση και τη σοβαρή φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου. Ο Θανάσης Τριαρίδης. Ο λογοτέχνης αυτός, λοιπόν, πέρα από το ότι κατέχει την τέχνη του, αφού από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα «Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2000) έδειξε να έχει κατακτήσει ολοκληρωμένα τα μέσα που είχε στη λογοτεχνική του διάθεση, κάνει ένα βήμα παραπέρα.
Ένα σημαντικό βήμα παραπέρα: ενσωματώνει με έναν έντονα βιωμένο τρόπο όλο το λογοτεχνικό παρελθόν του 20ου αιώνα –σίγουρα της ελληνικής δημιουργίας, αλλά και σε ευρύτερο βάθος χρόνου της ευρωπαϊκής αναγέννησης και πολιτισμένης σκέψης- σε μια γραφή που ταιριάζει στις συνθήκες και τους όρους του 21ου αιώνα. Ο Τριαρίδης, την ώρα που ομότεχνοί του ασθμαίνοντας τρέχουν να προλάβουν το τρενάκι της κενής βιβλιοπαραγωγής, αποδεικνύεται κατάφωρα καινός, εισαγάγοντας στη σύγχρονη δημιουργία μια –αυτονόητα ζητούμενη- προβληματική που παραδόξως απουσιάζει: της ανθρωπινότητας. Αλλά άμα είσαι απασχολημένος να γράψεις βιβλία –για το εγώ σου- ξεκομμένα από την ανθρώπινη ολότητα, οικουμενικότητα, πώς να δεις μετά τον άνθρωπο; Και τα βάθη του; Και τα ύψη του; Και τα τάρταρά του;
Ο Θανάσης Τριαρίδης, φτάνει σε χωράφια «επικά» της αναζήτησης της ελευθερίας και των ορίων του ανθρώπου, της ύπαρξής του, μέσα από τη λογοτεχνία, την ίδια ώρα που άλλοι διαγκωνίζονται -να αποδώσουν στον ίδιο τους τον εαυτό την ιδιότητα του συγγραφέα ή του λογοτέχνη ή του ποιητή- διεκδικώντας ένα ξεροκόμματο φαιδρής κι ανάπηρης δημοσιότητας ή μια σαχλή διάκριση αναμεταξύ τους οι λογοτεχνίζουσες περσόνες. Και ο κόσμος έξω καίγεται. Κυριολεκτικά. Και ο Τριαρίδης κάνει το αυτονόητο για ένα λογοτέχνη που δεν ξεχωρίζει τη διάνοιά του από την ποιητική του έκφραση και δημιουργική οντότητα: βλέπει τη φωτιά που καίει τον κόσμο και δεν την μπερδεύει με τα φλας των κοινωνικών σχέσεων. Αυτονόητο; Ρίχνει την -άμετρα κάποτε- ταλαντούχα λογοτεχνική του ματιά σ’ αυτή τη φωτιά και άλλοτε καίγεται και ο ίδιος, άλλοτε σβήνει τη φωτιά –στη ψυχή- των άλλων.
Εκτός συναγωνισμού –μου επιτρέπει, για να μην πω, μου υπαγορεύει την αμετροέπεια το ίδιο του το έργο- από την ηλικιακή γενιά του που ακόμα προσπαθεί να αποδείξει κάτι (Δεν ξέρω τι. Ούτε σε ποιον. Ίσως ότι αξίζει να εκδίδεται και να διαβάζεται), ο Τριαρίδης φέρει στη λογοτεχνική του ταυτότητα κάτι από τη δίψα για ελευθερία και την έντονη υπαρξιακή αγωνία του Καζαντζάκη* κάτι από την κοσμοπολίτικη ψυχαναλυτική ματιά του Εμπειρίκου* κάτι από την απλότητα και την κλασική παιδεία του Καβάφη* κάτι από την ειρωνεία του Καρυωτάκη* κάτι από τη θρησκευτικότητα της ψυχής του Ντοστογιέφσκι* κάτι από το μαγικό ρεαλισμό του Μάρκες –άνετα τον λες Μάρκες των Βαλκανίων για τα πρώτα του έργα (το προαναφερθέν μυθιστόρημα, αλλά και τα αφηγήματα:
«Το τρυφερό μαχαίρι του Πέτρο Μπόλε» (Πατάκης 2002), «Η παγωμένη καρδιά των ευτυχισμένων ανθρώπων» (Πατάκης 2002), «Το χαραγμένο σιτάρι» (Πατάκης 2002), «Η μουγγή καμπάνα» (Πατάκης 2003). Και όλα αυτά χωρίς τυμπανοκρουσίες. Πληθωρική προσωπικότητα ο ίδιος, δεν χωράει σε κανέναν χώρο, κανένα περίγραμμα, κανένα δοσμένο κύκλο. Μόνο που έχει ένα ισχυρό οπλοστάσιο: την παράδοση της ευρωπαϊκής κουλτούρας εμπεδωμένη τόσο καλά μέσα του, στη στάση του ως ανθρώπου και λογοτέχνη, που τον διαχωρίζει σαφέστατα από εκείνους που στρέφουν το βλέμμα τους στην Αμερική και τη λογοτεχνική της ύπαρξη για να δουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Εκ τέτοιας αντανακλάσεως δεν καταδέχεται να πει την ιστορία του ο Τριαρίδης, εκτός κι αν πρόκειται για κανένα μεγάλο αναγεννησιακό πίνακα ζωγραφικής που αφήνει εκεί να καθρεφτιστεί η αγωνία του.
Αφορμή για να γραφτεί τούτο το κείμενο είναι η έντυπη έκδοση- γιατί τα βιβλία του υπάρχουν ολόκληρα και ελεύθερα από πνευματικά δικαιώματα στο διαδίκτυο- ενός βιβλίου που αναρτήθηκε το 2007 στην ιστοσελίδα του και κυκλοφορεί τώρα στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Τυπωθήτω. Πρόκειται για το «Ich bebe* όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλόγα, ανιστόρηση του τρόμου μου», ένα βιβλίο στο οποίο αναμετράται ο συγγραφέας με τη νιτσεϊκή σκέψη που στοίχειωσε τόσο το έργο του Καζαντζάκη. Γραμμένο με κατατετμημένη δομή -πέρα από την πλοκή αλλά όχι πάνω απ’ αυτή, αφού οι επιμέρους ιστορίες διαθέτουν πλοκή και μάλιστα ανεστραμμένη των πραγματικών γεγονότων, λοξή πλοκή-, με ιστορίες-κάτοπτρα του ίδιου κατακερματισμένου καθρέφτη, το εν λόγω έργο ειρωνεύεται τον ίδιο τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε. Φωτίζει από παράδοξες, «παρεκκλίνουσες» λογοτεχνικές γωνιές την ανθρώπινη αδυναμία, την ανημπόρια μας να αντέξουμε το τέλος.
Ε
υφυής η σύλληψη της ιδέας από τον Τριαρίδη, άλλωστε αυτό που χαρακτηρίζει τη σκέψη του, είναι η ικανότητά του να είναι αναλυτικός και ταυτόχρονα να ανασυνθέτει λογοτεχνικά την πραγματικότητα με τρόπο πρωτότυπο, διαφορετικό, υποταγμένο στη δική του φιλοσοφική θέαση του κόσμου και των πραγμάτων. Η βιοθεωρία και η κοσμοθεωρία του -που ευτυχώς μέχρι τώρα ταυτίζονται και γι’ αυτό τον κάνουν απόλυτα συνεπή άνθρωπο και λογοτέχνη- καθοδηγούν την τέχνη του και όχι το αντίστροφο. Το κανένα Εγώ που ξεπροβάλλει από το έργο του Τριαρίδη, αναδεικνύει τον άνθρωπο, τα μέσα του προβλήματα που προβάλλονται σε κλίμακα μεγέθυνσης στην κοινωνία, τα στεγανά και τις ανισορροπίες του που έχουν τις ρίζες τους στην προκατάληψη και την εξουσία. Μιλά για τον κάθε ένα συντριμμένο άνθρωπο ξεχωριστά. Σε αντίθεση με τα τόσα συγγραφικά στραμπουληγμένα Εγώ γύρω μας που καταβαραθρώνουν την ανθρωπιά στο βωμό τάχα μου της λογοτεχνίας. Γι’ αυτό και τα βιβλία του Τριαρίδη ξεχωρίζουν από το σωρό, ακτινοβολούν υγιή αμφιβολία, καλοδουλεμένη λογοτεχνία που συνδέει το πρώτο μισό του 20ου αιώνα με τις απαρχές του 21ου στην ελληνική δημιουργία, δομημένα σε ένα προσωπικό πλέγμα ανθρωποκεντρικής φιλοσοφίας και διανόησης. Μιλάμε για μια ξανακερδισμένη λογοτεχνία. «..Να μην το συζητάμε, να μην το καταλάβουμε, να μην το βιώσουμε. Να φωνάξουμε αστυφύλακες και ψυχιάτρους για κάθε ενδεχόμενη παρεκτροπή, φιλοσόφους και ποιητές να μας μιλήσουν για το χαρούμενο μέλλον, για τη χαρούμενη εξέλιξη, για τη μεγάλη Εποχή. Ένα μπιμπερό στο ντορβαδάκι μιας πεθαμένης γυναίκας στον ποταμό Έβρο δεν σημαίνει τίποτε… Αχ, να σκεφτούμε ένα παραμύθι. Ας πούμε, μια κόκκινη κλωστή δεμένη…».